Lefkadamia


Σφελάγκι σφελαγκόδρομε σφελαγκοπερίδρομε
Φεύγα και σε κυνηγάει το ξύδι,το λάδι, ο μάραθος και το ασφακοκέφαλο.
Να ξεραθείς, να μαραθείς σαν της ασφάκας τo κεφάλι σαν του μάραθου τα φύλλα.
Read More …


Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος είναι προς τον Θεό και ο Θεός είναι ο λόγος.
Οταν ο αφέντης ο Χριστός εγεννήθη το κάθε κακό διεσκορπίστη.
Οταν ο αφέντης ο Χριστός αναστήθη το κάθε κακό διεσκορπίστη.
Για το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος κίνησαν τρείς Άγγελοι τρείς Αχάγγελοι να πάνε να κόψουν το τίμιο ξύλο και την τίμια πέτρα και τρεις κορφές απο τις ελαίες να φτιάξουν της κυρίας Θεοτόκου τη πόρτα.
Πετάχτηκε η σκλήθρα και βάρεσε τον δούλο του Θεού τάδε στο μάτι.
Κλαίει και θρεινεί στο Χριστό παραπονιέται που δεν βρίσκεται ενας να είναι βαφτισμένος, μυρωμένος και απο τον Θεό παραδωμένος.
Να πάει να κόψει το ρίμα το ριματικό απο το δούλο του Θεού τάδε το μάτι.
Για το σκορδάκι και για τον κερατίτη.
Ο άνεμος τα έφερε και ο Χριστός τα πήρε...
Ο άνεμος τα έφερε και ο Χριστός τα πήρε...
Ο άνεμος τα έφερε και ο Χριστός τα πήρε...
Read More …


Που παγαίνεις Έκτορα Βίκτορα αδερφέ του Μπαφάου και ανηγειρέ του θανάτου.
Παγαίνω στο δούλο του Θεού τάδε,να του ψήσω τους νεφρούς να του φάω τα συκώτια.
Πήγαινε στο πύρ το εξώτερο το κατακολασμένο κει που παπάς δεν λειτουργεί,κορίτσι δεν παντρεύεται μικρό.
Εκεί να έχεις κατοικία.
Read More …


Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί..
Βγάλτε το πόνο μέσα από τη σφαγή..
Άγιε Νικόλα από την Νηρά και Αγία Σοφιά από την πόλη προντίστετα ,σκορπίστετα,στα ξύλα,στα λιθάρια.
Το λιθάρι να ραεί και η πέτρα να σκιστεί και ο πόνος να βγει μέσα από τη σφαγή...
Read More …

Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί.
Άχαρος ο νοικοκύρης πονηρή η νοικοκυρά.
Τράγον εμαγείρευε,τρείς ελιές μες το πιατάκι,φεύγα στρόφε από το πραματάκι...
Read More …

Μούδιασε,ξεμούδιασε αει στη γκαστρωμένη,που έχει αδειά και κάθεται και στρώνει και πλααίνει.....
Read More …

Καθαρό το πέλαγος και τσάχαλο στο μάτι...
Read More …

Ηταν μια φορά και ενα καιρό ενας άρχοντας και είχε μια όμορφη θυγατέρα τη Βαλεντίνα. Την αγαπούσε πολύ μάτια μου ο σκονταμένος γιατί δεν είχε άλλο παιδί στο κόσμο. Την πάσα μέρα έβαζαν τα καλά τους και οι δυό και πήγαιναν στο γειτονικό δάσος γιατί στον άρχοντα άρεσε πολύ το κυνήγι. Ο άρχοντας κυνηγούσε και η Βαλεντίνα μάζευε λουλούδια. Πολλές φορές δάκρυζε γιατί σκεπτόνταν που να χαρίσει τα λουλούδια, η μάνα της είχε πεθάνει.Μια μέρα στο δάσος κάνοντας βόλτες με τον πατέρα της συνάντησαν ενα χωριάτη που έβοσκε τα πρόβατά του.Ο βοσκός είχε πολλά πρόβατα και η Βαλεντίνα προσπαθούσε να τα μετρήσει, αλλά δεν τα κατάφερνε διότι τα πρόβατα έβοσκαν περπατώντας και της χαλούσαν το λογαριασμό.Mέσα σε ούλο το κοπάδι ενα αρνάκι ξεχώριζε γιατί αντί για μαλλιά το σώμα του ήταν γεμάτο με ολα τα φιόρα του κόσμου.Η Βαλεντίνα έτρεξε και έπιασε το αρνάκι και το έβαλε μέσα στην αγκαλιά της. Αυτό έγινε πολλές φορές μέχρι που το αρνάκι το αγάπησε πολύ και παρακάλεσε τον πατέρα της να της το αγοράσει. Ο πατέρας της δεν της χάλασε το χατήρι επειδή την αγαπούσε πολύ και της το αγόρασε. Γύρισαν στο σπίτι και ήταν πολύ χαρούμενη η Βαλεντίνα. Τάιζε καθημερινώς το αρνάκι, το πήγαινε βόλτες και κάθε βράδυ το έπαιρνε στο κρεβάτι της και κοιμόταν μαζί. Η ζωή της Βαλεντίνας άλλαξε, ήταν πολύ χαρούμενη και ο πατέρας ήταν ευτυχισμένος που έβλεπε την θυγατέρα του χαρούμενη. Ο καιρος περνούσε και ένα βράδυ εκεί που κοιμόταν η Βαλεντίνα αισθάνθηκε μέσα στον ύπνο της ένα ανθρώπινο χέρι να την χαιδεύει. Ξύπνησε λαβοκατινισμένη και στην θέση του αρνιού είδε ένα αρχοντόπουλο. Η Βαλεντίνα έβαλε τις φωνές και το αρχοντόπουλο προσπάθησε να την καθησυχάσει κλείνοντας το στόμα της με το χέρι του. Μη φοβάσαι Βαλεντίνα, εγώ είμαι το αρνάκι που αγαπάς, αλλά η μάνα μου με μάγεψε και με έκανε αρνάκι. Εγώ είμαι ο Μέγας Αλέξανδρος. Η Βαλεντίνα έκλαιγε από χαρά για όσα είδε και άκουσε. Τότε ο Μέγας Αλέξανδρος της είπε. Άκουσε Βαλεντίνα, την ημέρα θα είμαι το αρνάκι και το βράδυ ο Μέγας Αλέξανδρος. Όμως πρόσεξε μη με προδώκεις γιατί μόνο στα παραμύθια θα με ξαναβρείς. Η Βαλεντίνα ορκίστηκε πως δεν θα το πει σε κανέναν. Έτσι λοιπόν την ημέρα είχε το όμορφο αρνάκι μαζί της και το βράδυ το όμορφο αρχοντόπουλο. Τα χρόνια περνούσαν κι η Βαλεντίνα μεγάλωνε. Κάποια μέρα ο πατέρας της είπε πως είναι καιρός να την παντρέψει. Κάλεσε λοιπόν όλα τα αρχοντόπουλα του κόσμου σε μια μεγάλη γιορτή που θα έκανε στο αρχοντικό τους. Η γιορτή ήταν ένας διαγωνισμός τρεξίματος με άλογα και όποιος έβγαινε πρώτος αυτός θα παντρευόταν την κόρη του. Άρχισε λοιπόν η προετοιμασία της γιορτής και ντελάληδες κάλεσαν ούλα τα αρχοντόπουλα και άρχισαν να φτάνουν ντυμένα με τις πιο όμορφες στολές και τα παράσημα τους στο πέτο τους. Την παραμονή του διαγωνισμού η Βαλεντίνα ήταν πολύ στεναχωρημένη και τότε ο Μέγας Αλέξανδρος της είπε Βαλεντίνα θα πάρω κι εγώ μέρος στο διαγωνισμό και θα βγώ πρώτος αλλά μη δείξεις χαρά γιατί δε θα με ξαναδείς. Θα με γνωρίσεις απο τη σημαία που θα κρατώ και την περικεφαλαία μου. Την άλλη μέρα μπονώρα μπονώρα ήταν όλα έτοιμα για την γιορτή. Στην εξέδρα ήταν καθισμένος πολύς κόσμος και ούλοι οι αρχόντοι. Η Βαλεντίνα ήταν πολύ χαρούμενη, ντυμένη στα λευκά δίπλα απο τον πατέρα της.Η καρδιά της έτρεμε και περίμενε με αγωνία να τελειώσει ο αγώνας. Ο πατέρας ήταν χαρούμενος κι όλο καμάρι για την Βαλεντίνα και για την τιμή που του έκαναν όλοι οι άρχόντες. Ο πατέρας της Βαλεντίνας ήταν πολύ καλός αγαπούσε την κόρη του έκανε τα πάντα για την ίδια αλλά ήταν και πολύ αυστηρός.Ηθελε την κόρη του ανάλογα σοβαρή και καθώς πρέπει.Η γιορτή ξεκίνησε και τα αρχοντόπουλα πάνω στα άλογά τους γεμάτα αγωνία άρχισαν να ξεκινούν.Η καρδιά της Βαλεντίνας άρχισε να χτυπά δυνατά και η αγωνία της ήταν μεγάλη.Τα άλογα άρχισαν να τρέχουν και να φθάνουν στο τέρμα όταν μέσα στο πλήθος διέκρινε τον Αλέξανδρο να τερματίζει πρώτος.Τότε πάνω στον ενθουσιασμό της ξέχασε τα πάντα, σηκώθηκε όρθια χαρούμενη και χτυπούσε τα χέρια της απο τη χαρά της.Αυτό έγινε τρείς φορές και τις τρείς η Βαλεντίνα είχε την ιδια συμπεριφορά.Ο πατέρας της τη μάλωσε και της ζήτησε να μάθει για το τόσο ενδιαφέρον της για τον νέο.Τότε η Βαλεντίνα θυμήθηκε τα λόγια του Αλέξανδρου και άρχισε να κλαίει.Κατάλαβε τι συνέβηκε και πράγματι έχασε τον Αλέξανδρο. Τότε έπεσε σε μεγάλη στενοχωρία και βαλαντωμάρα.Στόν πατέρα της τα είπε ολα.Ο πατέρας της στενοχωρέθηκε πολύ που έβλεπε την κόρη του να μαραζώνει.Ξέροντας οτι μόνο στα παραμύθια θα τον ξανάβρισκε, ο πατέρας της έκανε τα πάντα για τη κόρη του και κάλεσε ολους τους παραμυθάδες του κόσμου.Κάθε μέρα η Βαλεντίνα άκουγε θλιμμένη στο αρχοντικό της πολλά παραμύθια που της αράδιαζαν παραμυθάδες και παραμυθάδες. Εφθασε σε σημείο να βαριεντίσει και τους έδιωξε ουλους. Τη τελευταία στιγμή έφθασε ενας και έπεσε στα πόδια της και τη παρακαλούσε να της πει ενα παραμύθι που αναφερόταν στο δικό της όνομα.Τοτε η Βαλεντίνα απο τα πολλά του παρακάλια τονε δέχτηκε.Ακουσε Βαλεντίνα παιδί μου μην αγκουσεύεσαι τη λύση τη κρατώ εγώ στα χέρια μου.Είμαι ενας κυνηγός που εχω γυρίσει ουλα τα δάση του κόσμου.Μια μέρα εκει που περπατούσα στο δάσος είδα απο μακριά ενα γυάλινο πύργο που η στέγη του ήταν γεμάτη χρυσάφι και λαμποκοπούσε στον ήλιο.Θαμπώθηκα τόσο πολύ απο τον πλούτο και αποφάσισα να πλησιάσω με προσοχή.Πήγα κοντά με τρόπο να μη με δει κανείς, μπήκα μέσα και κρύφτηκα πίσω απο μια πόρτα φοβισμένος.Ψυχή δεν υπήρχε μέσα στον πύργο.Ξαφνικά ακουσα φτερουγίσματα και έμπαιναν απο τα παράθυρα δώδεκα άσπρα περιστέρια.Βλέπω ενα ενα να πηγαίνει να πλένεται σε κάθε μια χρυσή βρύση και να γίνεται αρχοντόπουλο.Σε λίγη ωρα γέμισε η αίθουσα του πύργου απο αρχοντόπουλα.Το καθένα καθόταν σε μια τεράστια γυάλινη τραπεζαρία που είχε δώδεκα ολόχρυσες πολυθρόνες.Στην πιο μεγάλη στη μέση που έμοιαζε με θρόνο κάθισε το πιο όμορφο αρχοντόπουλο.Ολα ήταν θλιμμένα.Αυτό που καθόταν στο θρόνο σηκώθηκε χτύπησε τα χέρια του και είπε στα άλλα να πουν αυτό που λέει ολα μαζί.[[ Χτυπάτε πόρτες και παραθύρια για το χαμό της κυρά σας της Βαλεντίνας]].Μόλις αυτό ακούστηκε ολα τα αρχοντόπουλα αρχισαν να κλαίνε δυνατά και να χτυπούν ολα τα παράθυρα και οι πόρτες.Υστερα κάθισαν ολα να φάνε και το τραπέζι γέμισε με ενα χτύπημα του χεριού του αρχοντόπουλου που καθόταν στο θρόνο απο ολα τα φαγητά του κόσμου.Οταν τελείωσε το φαγητό σηκώθηκαν ολα, επλυναν τα χέρια τους έγιναν ολα περιστέρια και πέταξαν στον ουρανό.Εγώ πίσω απο την πόρτα βλέποντας ολα αυτά έμεινα ξερός και αφού συνήλθα θυμήθηκα εσένα και ήρθα να σου τα πώ.Η Βαλεντίνα έπαθε σοκ απο αυτά που άκουσε και λιποθύμησε.Ετρεξαν ολοι να τη συνεφέρουν και αμέσως διέταξε τον κυνηγό να την πάει δελόγκου εκει που είδε και άκουσε οσα της μολόγησε.Πραγματικά την αλλη μέρα μπονώρα μπονώρα ξεκίνησαν για το δάσος.Ο αμαξάς ετοίμασε την άμαξα και ο παραμυθάς οδήγησε τη Βαλεντίνα στο μέρος που ήταν ο πύργος.Στο δρόμο η Βαλεντίνα ήταν πολύ στενοχωρημένη και κουρασμένη απο τη διαδρομή.Οταν όμως αντίκρισε τον πύργο που τέτοιον δεν είχε ματαδεί ουτε στα όνειρά της αρχισε να πιστεύει στα λόγια του παραμυθά.Οταν έφθασαν ήταν όπως της τα είπε ο παραμυθάς ενας γυάλινος πύργος με χρυσό τρούλο τα πάντα ανοιχτά και εντελώς άδειος.Μπήκαν σιγά σιγά μέσα και η Βαλεντίνα κρύφτηκε πίσω απο μια πόρτα και περίμενε.Ξαφνικά ολα άρχισαν να γίνονται όπως της τα είπε ο παραμυθάς και η Βαλεντίνα πίστευε πως ζεί σε όνειρο.Οταν το αρχοντόπουλο είπε [[χτυπάτε πόρτες και παραθύρια για το χαμό της κυρά σας της Βαλεντίνας]] τότε η Βαλεντίνα γνώρισε τον Αλέξανδρο.Ολες οι πόρτες άρχισαν να ανοιγοκλείνουν και να γίνεται μεγάλος θόρυβος.Μόνο η πόρτα που έκρυβε τη Βαλεντίνα δεν κουνιόταν και τότε ο Αλέξανδρος ρώτησε[[Εσυ κυρά μου γιατί δεν χτυπάς.]] Και τότε η πόρτα απάντησε.[[Πώς να χτυπήσω αφού την εχω πίσω.]]Τοτε έτρεξε ο Αλέξανδρος βρήκε τη Βαλεντίνα αγκαλιάστηκαν΄φιλήθηκαν και του ζήτησε συγνώμη που τον πρόδωκε.Τότε της είπε ο Αλέξανδρος τίποτα δεν μπορεί να γίνει.Έγινε ξανα περιστέρι και χάθηκε μαζί με τα άλλα στον ουρανό.Η Βαλεντίνα απελπισμένη πήρε τους δρόμους μόνη της πνιγμένη στο κλάμα.Περνούσε ανάμεσα απο δένδρα και μονοπάτια.Τα ρούχα της άρχισαν να σχίζονται τα παπούτσια της να λιώνουν και τα αίματα να τρέχουν απο παντού. Είχε καταντίσει σκέτη ξεσκλερούτω η κακομοίρα. Καποια στιγμή έπεσε λιπόθυμη.Οταν συνήλθε ξαφνικά ξαναπήρε τους δρόμους απαγοητευμένη, τότε συνάντησε μπροστά της δυο φίδια, ενα μικρό και ενα μεγάλο.Το μεγάλο προσπαθούσε να φάει το μικρό. Είδε την αδικία η Βαλεντίνα πήρε μια πέτρα σκότωσε το μεγάλο και συνέχισε το δρόμο της. Τότε το μικρό φίδι άρχισε να την ακολουθεί και να της μιλάει.Η Βαλεντίνα δεν του έδωσε σημασία και προχώρησε.Το φίδι την ακολούθησε και της λέει.Εσυ μου έσωσες τη ζωή εγώ τι μπορώ να κάνω για σένα .Τι μπορείς να κάνεις για μένα ενα μικρό φίδι.Πολλά μπορώ να κάνω για σένα φθάνει να με ακολουθήσεις.Εγώ είμαι ο αδερφός του Μ Αλέξανδρου που αγαπάς .Η μάνα μας είναι μεγάλη μάγισσα και εμένα με έκαμε φίδι.Οταν σε οδηγήσω στη μάνα μου και θα της πώ πώς εσύ με έσωσες θα χαρεί πολύ,θα σε αγαπήσει και θα θελήσει να σε φορτώσει με ασήμι και χρυσάφι.Εσυ ομως δεν θα δεχθείς τίποτα.Οταν όμως επιμείνει τότε θα της ζητήσεις το δακτυλίδι που φορεί τα υπόλοιπα θα έρτουν μόνα τους.Πράγματι αφού προχώρησαν πολύ πέρασαν βουνά και λαγκάδια, σε μια τεράστια σπηλιά που έβγαιναν καπνοί και φωτιές.Στο βάθος είδαν μια πολύ όμορφη γυναίκα να κάθεται στη μέση και να την περιποιούνται οι δούλες της.Η Βαλεντίνα προχώρησε πολύ φοβισμένη και ακολούθησε το φίδι.Οταν έφθασαν κοντά της η μάνα πετάχτηκε όρθια αγριεμένα στη Βαλεντίνα θορυβημένη γιατί γνώριζε πως η παντοδυναμία της χάνεται Μάνα ήταν αυτή παιδί μου ή μέγαιρα,ανάθεμα τη ψυχή της τη παλιό σκρόφα.. .Τοτε το φίδι είπε ολη την ιστορία στη μάνα του για τη Βαλεντίνα πώς του έσωσε τη ζωή και η μάνα ημέρεψε και κοίταξε με χαμόγελο και καλοσύνη τη Βαλεντίνα.Τί μπορώ να κάνω για σένα που έσωσες το παιδί μου.Προσπάθησε να βγάλει την υποχρέωση με τόνους ασήμι και χρυσάφι.Η Βαλενίνα δεν δέχτηκε τίποτα απο οτι της έδινε.Τότε με άγρια φωνή της λέει τίποτα δεν θέλεις.Η Βαλεντίνα με χαμόγελο της ζήτησε το δακτυλίδι που φορούσε.Στάθηκε η μάνα για λίγο σκεφτική και ύστερα της λέει [[πάρτο και να ζήσετε ευτυχισμένοι]].Την ώρα που έβγαζε το δακτυλίδι οση ώρα κρατούσε μέχρι να βγεί από το χέρι της άρχισαν να ακούγονται πέταλα αλόγων και χλιμιτρίσματα που πλησίαζαν τη σπηλιά.Οταν το δακτυλίδι βγήκε απο το χέρι της μάνας και το φορούσε στο χέρι της Βαλεντίνας πλησίαζε και ο Αλέξανδρος κοντά και κατεβαίνοντας απο το άλογο πλησίασε τη Βαλεντίνα και τη μάνα του και τις αγκάλιασε,τότε λύθηκαν τα μάγια, η σπηλιά χάθηκε απο μπροστά τους και βρέθηκαν σε ενα τεράστιο παλάτι και σε μια τεράστια χώρα με πολύ κόσμο δούλους και υποτακτικούς και τους άρχοντες που έφερναν το στέμμα να το φορέσουν στα κεφάλια τών μελλονύμφων, έγιναν οι γάμοι τους και οι γιορτές που ακολούθησαν ήταν τόσο ωραίες που στον κόσμο δεν ξανάγιναν.Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.....
Read More …

Ητανε που λες τζόγια μου στα παλιά εκειά τα χρόνια ενας μεγάλος αξιωματικός του Βενέτικου στρατού και είχε μια θυγατέρα..Η θυγατέρα του ήτανε πολύ όμορφη .Ητανε κοπέλα τσι παντρειάς και ο πατέρας τσι έβγαλε μια διαταγή στη πιάτσα .Εγραφε κάτι λόγια που κάθε γράμμα ήτανε και ενα απο ουλες τσι γλώσσες του κόσμου.Είπε που λές μάτια μου όποιος το διαβάσει και απαντήσει το τι λέει θα πάρει τη κόρη του για γυναίκα.0ποιος έρθει και δεν τα καταφέρει θα του κόβει το κεφάλι.Πέρναγε πολύς κόσμος πολλά παληκάρια και αρχοντόπουλα χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτσι και έφευγαν.Ξαφνικά καθώς ήτανε μαζωμένος πολύς κόσμος σ τη πιάτσα εμφανίστηκε ενας καβαλάρης ωραία ντυμένος και πήγε να διαβάσει και να μάθει τι είναι η περιβόητη διαταγή.Αφου πήρε τις πληροφορίες και τη διάβασε το έβαλε στα γέλια.Υστερα έμαθε ποιός το έγραψε και τι θα γινόταν για όποιον το εξηγούσε .Πήγε τότενες στον βενετό και του είπε πως ξέρει να διαβάσει τη διαταγή.Ο βενετός ταράχτηκε όταν άκουσε πως βρέθηκε άνθρωπος που μπόρεσε να τη διαβάσει και τον τήραξε πολύ αυστηρά.Απάντησε γρήγορα πριν σου πάρω το κεφάλι είπε ο αξιωματικός.Τότενες ο καβαλάρης του λέει.Εγώ είμαι ο Μέγας Ναπολέων και η διαταγή σου λέει.[[Πώς μπορώ να παντρέψω τη κόρη μου αφού τη θέλω για δική μου γυναίκα.]] Ο βενετός έγινε άγριο θηρίο το θεώρησε μεγάλη προσβολή και διέταξε να τον στείλουν εξορία. Πραγματικώς του αρμάτωσε ενα μεγάλο καράβι μαζί με τη γυναίκα του που τη λέγανε Αρχιστράτα και τσούστειλε σε ενα μακρινό νησί.Η Αρχιστράτα ήτανε γκαστρωμένη και καταμεσίς του πελάγου γέννησε μια κοπέλα που τη βάφτισε ο βασιλιάς ενος νησιού που τόνε λέγανε Πίνδαρο και την έβγαλε Τάρσιω.Η Αρχιστράτα μετά τη γέννα πέθανε την έβαλε σε μια χρυσή κάσα και την έριξε στο πέλαγος.Ο Μέγας Ναπολέων είχε κουραστεί στο καράβι και ποιός θα του άξαινε το παιδί και ετσι το άφηκε στο νουνό της.Ο Μ Ναπολέων συνέχισε για το ταξίδι της εξορίας.Η κόρη του άξαινε κοντά στο νουνό της και γινότανε πολύ ομορφη κοπέλα.Ο βασιλιάς Πίνδαρος είχε μια πολύ άσχημη κόρη και ζήλευε τη Τάρσιω.Τότενες ο βασιλιάς Πίνδαρος την έδωκε σε ενα τσίρκο με γύφτους.Την πούλησαν κρυφά να μην το ξέρει ο κόσμος.Τα χρόνια περνάγανε και κάποτε τέλειωσε η εξορία και ο Μ Ναπολέων ήθελε να γυρίσει στο βασίλειο του Πίνδαρου να πάρει τη κοπέλα του.Απο τον καιρό που πέθανε η γυναίκα του ο Μ Ναπολέων σε ουλα τα χρόνια της εξορίας είχε μαυροντύσει το καράβι ως και μαύρα πανιά του είχε βάλει Έβαλε πλώρη για το νησί του Πίνδαρου .Ο Πίνδαρος υποδέχτηκε με κρύα καρδιά τον Ναπολέοντα.Οταν του γύρεψε τη κοπέλα του ο Πίνδαρος του είπε πως τη κοπέλα τη χάσανε και πάνε τόσα χρόνια.Τότενες ο Ναπολέοντας θάφτηκε μες τη γη.Είχε μείνει μοναχός σαυτόνε το κόσμο.Το καράβι το έντυσε πιο μαύρο απο όπως ήτανε πιο πολύ.Κόντευε να πεθάνει απο τη στενοχωρία και τη βαλαντομάρα που τον έπνιγε το κακομοίρηΈδώ που τα λέμε δεν είχε και άδικο ο αλικοτισμένος είχε χάσει γυναίκα και θυγατέρα.Να δούμε μαρέ τι απογίνηκε η γυναίκα του που τη ρίξανε στο πέλαγος.Η Αρχιστράτα δεν είχε πεθάνει είχε πάθει νεκροφάνεια.Η θάλασσα τη ξέρασε σε ενα νησί.Τη βρήκανε κάποιοι καλόγεροι τη συνεφέρανε και έκατσε στο μοναστήρι οπου και έγινε ηγουμένη΄πούλησε τη κάσα τσι και έφτιαξε πιο καλό το μοναστήρι και πέρναγε εκει το καιρό τσι παρακαλώντας το θεό να μάθει κάτι για τους δικούς της.Η Τάρσιω στο τσίρκο πέρναγε μαύρη ζωή τη βαράγανε για να χορεύει για ενα μπουκούνι ψωμί.Ο Μ Ναπολέων συνέχιζε το ταξίδι και αβηζάρησε τσου ναύτες να κάτσουν κάπου να ξαποστάσει.Δελόγκου που λες άραξε το καράβι σε ενα νησί.Ο Ναπολέων είχε βαριεντύσει είχε στραβογεράσει απο την εξορία και το χαμό των δικώνε του.Σε αυτό το νησί ήταν και το τσίρκο που δούλευε η Τάρσιω.Οι ναύτες για να τον κάμουνε να χαρεί τσότσο του φέρανε το τσίρκο στο καράβι.Η Τάρσιω χόρευε χωρίς σταματημό και με πολύ ξύλο για να χορεύει περισότερο μέχρι που έπεσε ξερή κατά γης απο τη ταλαιπωρία.Κάποια στιγμή αφού συνήλθε άνοιξε το στόμα τσι και ούρλιαξε με οση φωνή της είχε απομείνει.[[Αχ πατέρα Ναπολέοντα και μάνα μου Αρχιστράτα που στη θάλασσα με γεννήσατε και πήρα τέτοια στράτα]].Τρελάθηκε ο Ναπολέων αμα την άκουσε και είπε.[[Εσυ είσαι η Τάρσιω εσυ είσαι το παιδί μου που εγω για σένα βάλθηκα να χάσω τη ζωή μου.]]Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κλαίγοντας.Απο τη χαρά του έβγαλε τα μαύρα πανιά και έβαλε άσπρα στο παπόρι του.Ήτανε πολύ χαρούμενος και αποφάσισαν μαζί να ψάξουν για τη μάνα της γιατί του ήρτε μια πληροφορία πως η Αρχιστράτα δεν πέθανε αλλά βρίσκεται σε ενα μοναστήρι.Είδε πραγματικώς ενα όνειρο ο Ναπολέων που μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα του είπε.[[Η γυναίκα σου ζει στο δικό μου νησί]].Ναι παιδί μου στο νησί της Αγιας Μαύρας.Ακούς μαρέ ακούω να λες.Τότενες ήρτανε και βρήκανε την Αρχιστράτα τρελοί ολοι τους απο χαρά που ανταμώσανε ύστερα απο τόσα χρόνια και μείνανε πολλή ώρα αγγαλιασμένοι .ζήσανε αυτοί καλά και εμεις εδεδώ στη φτώχεια μας ακόμα καλύτερα..
Read More …

Τα παλαιά εκειά τα χρόνια που λες μάτια μου σε εκειό το παλιό κάστρο που βλέπεις ήτανε μια τρανή πολιτείαΕίχε αψηλά σπίτια και εκκλησιές με ψηλά και φημισμένα καμπαναριά. Εκει ζούσε πολύς κόσμος ξένος και δικός μας.Σε ενα αψηλό αρχοντικό ζούσε μια πολύ πλούσια κυρία που είχε μια σαυρακιασμένη θυγατέρα και απο ομορφιά σκέτο παραλέκατο..Κοντά τους σε μια χαμοκέλα ζούσε μια φτωχιά οικογένεια με μια πεντάμορφη κόρη.Η αρχόντισα και η κόρη της ζήλευαν πολύ τη κόρη της φτωχιάς οικογένειας.Αμα δε τη βλέπανε περιποιημένη καμμιά φορά που πήγαινε στην εκκλησιά με τη μάνα της τα μάτια τους πετιότανε σαν μποβώλοι.Κάποτε πέρασε απο το σπίτι της πλούσιας κοπέλας μια γρια διακονιάρα με μεγάλη μύτη σαν τσαγγαροσούφλι και τεράστια ζγούμπα.Η κόρη την έδιωξε κακήν κακώς.Υστερα πήγε στο σπίτι της φτωχιάς κοπέλας και την υποδέχτηκε καλά και τη φίλεψε με οτι φτώχιο ειχε. Η διακονιάρα την ευχαρίστησε και της έκανε μια ευχή.[[Να χτενίζεσε κοπέλα μου και ροδοπέταλα να πέφτουν απο τα μαλλιά σου.Αμα κλαίς ασήμι και χρυσάφι να γίνονται τα δάκρυά σου.]]Της χάρισε και ενα περιδέραιο και της είπε να το φοράς και ποτέ να μην το βγάζεις γιατί θα πάθεις νεκροφάνεια.Την ευχαρίστησε η γριά και έφυγε. Πραγματικώς κάθε μέρα μπονώρα μπονώρα που η κοπέλα χτενιζόταν γιόμοζε το σπίτι απο ροδοπέταλα.Αμα τύχαινε όμως να κλάψει για τη φτώχια που είχε χρυσάφι και ασήμι γινότανε τα δάκρυά της.Ο πατέρας της τάπαιρνε και τα πούλαγε στη πιάτσα στους αρχόντους και γίνανε πλούσιοι.Αμα είδε η πλούσια γειτόνισσα το πλούτο της φτωχειάς της ήρτε κολοπετίνι.Λύσαξε απο το κακό της και σκεφτόντανε πώς να τη ξεγνεματιάσει.Η φήμη της κοπέλας πώς έγινε πλούσια μαθεύτηκε σε ούλο το κόσμο ως και τη βενετιά.Τότενες ενας άρχοντας απο τη βενετιά έστειλε να τη χαλέψει για γυναίκα.Ο πατέρας της είχε πολλές δουλειές και δεν μπορούσε να τη στείλει μοναχή της.Τοτε η αρχόντισσα είπε θα τη πάω εγώ για να μη χάσει τη τύχη τσι η κοπέλα. Πράγματι έτσι και έγινε.Μπήκανε σε ενα μεγάλο παπόρι για τη βενετιά.Μαζί της η αρχόντισσα πήρε και το φιόρο τη κόρη της για μόστρα.Οταν το παπόρι πήγε μακριά στη θάλασσα η φτωχειά κοπέλα την έκοψε η πείνα και χάλεψε απο την αρχόντισσα φαγητό.Η αρχόντισσα τσέδωκε να φάει αρμυροσαρδέλες και η κοπέλα κοράκιασε για τσότσο νερό.Τότενες η η κοπέλα της ζήτησε νερό κα η αρχόντισσα της είπε.Οτι χαλεύεις για να σου δώκω θα σου βγάζω και απο ενα μάτι.Η κοπέλα τι να κάμει.Για οτι ζήταγε έφθασε να της βγάλει και τα δυο μάτια.Στα υστερνά τη πετάξανε και στη θάλασσα.Σαν έφθασε στη βενετιά η αρχόντισσα με τη κόρη της πήγανε στο σπίτι του άρχοντα.Μόλις την είδε ο άρχοντας ζουρλάθηκε απο την ασκήμια της.Η αρχόντισσα τούλεγε πως είναι αποσταμένη απο το ταξίδι.Τίς δέχτηκε όμως να μείνουν και να τη παντρευτεί γιατί ήτανε τίμιος άνθρωπος. Περίμενε να χτενιστεί πουθενά ροδοπέταλα.Περίμενε χρυσάφι και ασήμι απο τα κλάματα τίποτα.Ο καιρός πέρναγε και η αρχόντισσα τούλεγε μην αγκουσέβεσαι ούλα θα γίνουν περίμενε τσότσο.Δέν πρέπει όμως να δούμε τι απόγινε η κοπέλα που τη ρίξανε στη θάλασσα.Ναίσκε τζόγια μου αμή. Ο Θεός κανένανε δεν αφήνει να πάει χαμένος χίλιες δόξες νάχεις θε μου.Η κοπέλα παναπεί δεν ήξερε μπάνιο οπως σήμερα ούλες οι πριμαντόνες ξεζορκιάζονται και γκαβώνει ο κόσμος.Πάλεψε οσο μπόραγε με τα κύματα ,φούγιαζε,στραβή οπως τη κατάντησε η συρτοφόρω η καντουνιάρω η αρχόντισσα και την ακουρμάστηκε ενας ψαράς και τη γλύτωσε απο σίγουρο πνιγμό τη κακομοίρα.Την μάζωξε στη καλύβα του με τη γυναίκα του και επειδή δεν είχε παιδιά της είπε κοπέλα μου όπως πορέψουμε φτωχοί αλλά καλοί άνθρωποι είμαστε.Η κοπέλα τους ευχαρίστησε και έκατσε κοντά τους.Η κοπέλα παίρναγε καλά με τον ψαρά αλλά σκεφτόταν το χάλι της και τόβανε στα κλάματα.Τότενες γιόμοζε η καλύβα του ψαρά απο ασήμι και χρυσάφι.Οταν χτενιζόταν πάλε η καλύβα γιόμοζε ροδοπέταλα.Οταν είδε ολα αυτά ο ψαράς και η γυναίκα του είπανε θα τα πουλάμε και θα γίνουμε πλούσιοι.Έτσι του καλού μου θέλει περνάγανε και γίνανε πλούσιοι.Κάποια μέρα ο ψαράς πουλώντας τη πραμάτεια του στούς δρόμους της βενετιάς πέρασε κάτω απο το παλάτι του άρχοντα που ήτανε και η προκομμένη η αρχόντισσα με τη καρακάξα τη θυγατέρα τσι.Αμα άκουσε τον πραματευτή τι πουλάει πήγε και αγόρασε ροδοπέταλα ασήμι και χρυσάφι και τα έδειξε στον γαμπρό τσι οτι τώρα που έλειπες η γυναίκα σου έβγαλε ροδοπέταλα απο τα μαλλιά της και απο τα μάτια της ασήμι και χρυσάφι.Η παγαπόντω όμως πονηρεύτηκε και ρώτησε το ψαρά και αυτός της είπε ολη την ιστορία της κοπέλας.Ντύθηκε διακονιάρα και πήγε στο σπίτι του ψαρά, χάλεψε βοήθεια και η κοπέλα στραβή όπως ήτανε δεν τη γνώρισε ,της έδωκε απο ουλα τα καλούδια.Τοτενες η γριά της βούτηξε το περιδέραιο πούχε στο λαιμό τσι και η κοπέλα έπεσε κάτω λιπόθυμη...Οταν τη βρήκαν οι γονείς της πεθαμένη τη κλάψανε πολύ και τη βάλανε σε μια γυάλινη κάσα δεν τη θάψανε την αφήκανε μέσα στο δάσος και πηγαίνανε κάθε μέρα και τη βλέπανε.Ο άρχοντας της βενετιάς με τις μάνα και κόρη ήτανε δυστυχισμένος ούτε παιδιά ούτε ροδοπέταλα ξαναείδε ούτε ασήμι και χρυσάφι.Εκανε τον κυνηγό να φεύγει και να μη τις βλέπει..Μια μέρα στο δάσος που πήγαινε κυνηγώντας τρόμαξε σαν είδε μεσα σε μια γυάλινη κάσα μια κοπέλα.Του άρεσε πολύ να τη βλέπει και πήγαινε τη πάσα μέρα βόλτα.Στο τέλος την ερωτεύτηκε και την άφηκε έγγυο.Πέρασε ο καιρός και η κοπέλα γέννησε ενα αγοράκι και ο άρχοντας το πήρε στο παλάτι του.Οι κυρίες μάννα και κόρη δεν θέλανε ούτε να το βλέπουν.Το παιδί μεγάλωνε και ο πατέρας του το πήγαινε τακτικά στο δάσος να βλέπει τη μάννα του.Μια μέρα έκλαιγε πολύ γιατί ήθελε το περιδέραιο που φορούσε η γριά αρχόντισσα.Η γριά δεν το έδινε και ο άρχοντας βλέποντας την επιμονή του της το πήρε με το ζόρι και το έβαλε στο λαιμό του παιδιούΤην επόμενη μέρα πήρε το παιδί και το πήγε στη μάνα του στο δάσος.Κάποια στιγμή το παιδί αγγάλιασε και φίλησε τη μάνα του και της φόρεσε στο λαιμό το περιδέραιο και τότε ξύπνησε η κοπέλα.Τάχασε η καημένη δεν ήξερε που είναι και τι βλέπει.Τότενες ο άρχοντας της είπε πως το παιδί είναι δικό της και ακουρμάστηκε ούλη την ιστορία και φύγανε δελόγκου για το αρχοντικό..Μόλις τους είδε η γριά και η κόρη της μαύρο φίδι στο κόρφο τους.Πήρε τότε ο άνδρας τα μάτια της κοπέλας απο τη γριά τα φόρεσε στη κοπέλα και μόλις τις είδε κόντεψε να λιποθυμήσει.Ακουρμάστηκε ο άρχοντας ούλη την ιστορία της συμπεριφοράς τους προς τη κοπέλα και χύθηκε να τις πνίξει.Η κοπέλα όμως καλόψυχη όπως ήτανε είπε στον άρχοντα να μην τις πειράξει παρά να τις διώξει.Ετσι και έγινε.Τις έβαλε σε ενα καράβι το οποίο και βούλιαξε στη πορεία και πήγανε στο διάολο.Στα υστερνά ο άρχοντας παντρεύτηκε τη κοπέλα και ζήσανε αρχοντικά ως τα βαθειά τσου γεράματα.
Read More …

Μια φορά και ενα καιρό ήτανε ενας βασιλιάς και μια βασίλισσα....Είχανε ούλα τα καλά του απάνου κόσμου και δεν ήτανε ευτυχισμένοι.Η βασίλισσα δεν αγαπούσε τον βασιλιά τον είχε βαρεθεί παναπεί και έπιασε μορόζο ενα όμορφο πρίγκηπα..Ο βασιλιάς τη φροντάριζε γιατί έβλεπε πως δεν τον λογάριαζε και τήραξε να μάθει τι συμβαίνει.Έβαλε ενα έμπιστο αυλικό να τη παρακολουθεί και σε ενα μομέντο ο αυλικός του είπε τα μαντάτα χαρτί και καλαμάρι..Διέταξε τότενες ο βασιλιάς ενα φραμουντό στρατιώτη να του στήσει καρτέρι και να μακελέψει το μορόζο.Έτσι και έγινε.Η βασίλισσα βαλάντωσε και έπεσε σε μεγάλη θλίψη.Ο βασιλιάς έκανε το χαμένο πώς δεν καταλαβαίνει.Η βασίλισσα αλικοτισμένη στο μυαλό για το χαμό του μορόζου ζήτησε απο ενα έμπιστο της να της φέρει το κεφάλι, τα δόντια και τα μάτια του μορόζου για να τον θυμάται..Πραγματικώς όπως διέταξε ετσι και έγινε.Τα πήγε η ιδια σε ενα χρυσικό και της τα χρύσωσε ούλα.Το κεφάλι το έκανε ποτήρι για να πίνει το κρασί της.Τα δόντια πρόγκες για τα παπούτσια της και τα μάτια κορνιόλες για το πέτο τσι.Υστερνά άρχισε να φέρνεται άσχημα στο βασιλιά και να του κάνει μαύρη τη ζωή.Ποντιλιόζα όπως ήταν τον απειλούσε και του είπε..[[Θα σου πω ενα αίνιγμα, αν το βρείς θα με σκοτώσεις, αν δεν το βρείς θα σε σκοτώσω εγώ]].Εννοείται πως θεωρούσε υπεύθυνο το βασιλιά για το θάνατο του μορόζου...Το αίνιγμα ήταν [[ Τα μασώ πατώ, τα θορώ φορώ και το νου κρατώ και πίνω.]].Οβασιλιάς της είπε να του δώσει λίγο χρόνο.. Κατάλαβε οτι είναι για το τρελοκομείο και πήρε τους δρόμους και τις ρούγες να βρεί εξήγηση παρέα με τον αυλικό του.’Υστερα απο πολύ καιρό βρέθηκε σε ενα πολύ μακρινό χωριό του παλατιού του.Εξω απο ενα φτωχόσπιτο είδε μια όμορφη κοπέλα που ύφαινε και πούλαγε κίβδαλα.Πλησιάζει ο βασιλιάς την κοπέλα και τη ρωτά.[[Εχεις παιδί μου κίβδαλα.]] Η κοπέλα ηταν πολύ έξυπνη κατάλαβε ποιός είναι και του απάντησε.[[Βασιλιά μου,ο κιβδαλής ψόφησε, η κιβδαλιά μου αρρώστησε και κίβδαλα δεν έχω.]] Κίβδαλα λέγανε τα αυγά.Κιβδαλής ηταν ο κόκορας που ψώφησε, κιβδαλιά η κότα που αρρώστησε απο τον καημό του κόκορα.Ο βασιλιάς κατάλαβε πως αυτά που λέει η κοπέλα εχουν σχέση με τη βασίλισσα.Τότε της ζήτησε να τον φιλοξενήσει και η κοπέλα δέχτηκε με χαρά.Ξεχάστηκε ομως να τον περάσει στο σπίτι και τον άφησε στην αυλή και μόλις ήρταν οι γονείς της τη φροντάρανε που άφηκε το βασιλιά οξω να περιμένει.Ο βασιλιάς τη δικαιολόγησε οτι έπιασαν κουβέντα και ξεχάστηκαν.Πέρασε ο βασιλιάς στο σπίτι και του κάνανε το τραπέζι και ήταν πολύ χαρούμενοι που καταδέχτηκε ο βασιλιάς το φτωχικό τους.Σφάξανε το πιο μεγάλο κόκορα τον κάνανε ψητό και είπαν στη κόρη τους να περιποιηθεί τους φιλοξενούμενούς τους.Έβαλε η κοπέλα στο πιάτο του βασιλιά το κεφάλι του κοκοτού.Στον αυλικό το στήθος στούς γονείς της τα μπούτια και τις φτερούγες στον εαυτό της και στον αδερφό της.Σαν είδαν τη μοιρασιά της κόρης οι γονείς της κάμανε παρατήρηση.Παιδί μου μας ξεφτίλισες στον άρχοντα του τόπου.Τότε η κοπέλα τους είπε.Έβαλα το κεφάλι στο βασιλιά γιατί είναι η κορώνα του βασιλείου.Τα μπούτια σε σας που είστε τα στηρίγματα του σπιτιού.Σε μένα και στον αδερφό μου τις φτερούγες γιατί είμαστε πουλιά και θα πετάξουμε απο το σπίτι.Στον αυλικό το στήθος γιατι είναι ο επιστήθιος φίλος του βασιλιά. Ο βασιλιάς θαύμασε τη κόρη με τις απαντήσεις και της είπε πως θέλει να του εξηγήσει ενα αίνιγμα αυτό της βασίλισσας και της το είπε.Η απάντηση που πήρε ήταν αν πρόκειται για γυναίκα είχε φίλο που πέθανε πήρε τα δόντια και τα έκανε πρόγκες για τα παπούτσια της.Τα μάτια κορνιόλες για το πέτο και το κρανίο ποτήρι να πίνει το κρασί.Αν είναι για ανδρα το αντίθετο.Την ευχαρίστησε ο βασιλιάς και γύρισε πίσω στο παλάτι χωρίς να πει τίποτα στη βασίλισσα.Κάλεσε τον αυλικό του και του είπε.Θα πας στο παζάρι και θα αγοράσεις ενα ασκί κρασί.Δώδεκα καρβέλια ψωμί.Ενα κεφαλοτύρι και ενα κόκορα ψημμένο.Ετσι και έγινε πραγματικώς θα τα φορτώσεις στην άμαξα και θα τα πας στη κοπέλα που μας φιλοξένησε και θα την ευχαριστήσεις.Την άλλη μέρα ήταν ολα έτοιμα για να φύγουν για το χωριό τσι κοπέλας.Πήρε ο αυλικός και τη κουστωδία του και ξεκίνησε δελόγκου.Ο βασιλιάς είπε τότε στον αυλικό οταν φθάσεις στη κοπέλα θα της πείς.[[Δώδεκα μήνες εχει ο χρόνος και ακέραιο το φεγγάρι.Ο κιβδαλής ψημμένος είναι και το ασκί πλίτσι πλίτσι κάνει μέσα.]].Θα σου απαντήσει και οταν γυρίσεις θα μου πείς τι σου είπε.Ολα έγιναν όπως διέταξε ο βασιλιάς και η κουστωδία ξεκίνησε.Ήτανε ομως μακριά πολύ το χωριό και στη πορεία ο αυλικός και η κουστωδία κουράστηκαν, πείνασαν και κάθησαν να φάνε και να ξαποστάσουν.Φάγανε λοιπόν μεθύσανε και το ρίξανε στον ύπνο.Κάποτα ξύπνησαν θυμήθηκαν ποιός ήταν ο σκοπός του ταξιδιού και συνέχισαν.Υστερα απο μέρες φθάσανε στον προορισμό τους και πήγαν στο σπίτι της κοπέλας.Η κοπέλα τους δέχτηκε με χαρά και ρώτησε για την υγεία του βασιλιά.Ξεφόρτωσαν τα πράγματα και ο αυλικός θυμήθηκε τα λόγια του βασιλιά και τα είπε στη κοπέλα.Η απάντηση που πήρε για να πει στο βασιλιά ήτανε.[[Εξι μήνες εχει ο χρόνος και μισό είναι το φεγγάρι και εκειός που λαλάει τη νύχτα ούτε ψητό ούτε βραστό τον είδα και το ασκί πλάτς πλάτς κάνει μέσα.]] Θα του πείς ομως και κάτι άλλο ακόμη.[[Αν αγαπάς τη πέρδικα μη πειράξεις το περιστέρι.]]Υστερα αποχαιρετήθηκαν τους κατευόδωσε η κοπέλα και φύγανε να πάνε στο καλό.Μετά απο πολύ καιρό φθάσανε στο βασιλιά και του είπε ο αυλικός την απάντηση που του έστειλε η κοπέλα.Ο βασιλιάς βουρλίστηκε οτι είχαν φάει απο τα δώρα που έστειλε στη κοπέλα.Εκει που έγινε άγριο θηρίο τότε ο αυλικός του είπε πώς η κοπέλα του παρήγγειλε και το εξής.[[Αν αγαπάει τη πέρδικα να μην πειράξει το περιστέρι.]]Τότε ο βασιλιάς χαμογέλασε και τους συχώρεσε.Η επόμενη δουλειά του ήταν να δώσει εντολή να κλείσουν τη βασίλισσα σε μοναστήρι γιατί της εξήγησε το αίνιγμα και καλόψυχος όπως ήταν δεν τη σκότωσε όπως θα έκανε η βασίλισσα.Ετοίμασαν τις άμαξες, τις μουσικές καλέσματα σε ούλο το βασίλειο και οι γάμοι του έγιναν στο χωριό της κοπέλας που καλύτεροι δεν ματαείδαν μάτια ανθρώπου.Ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλά...
Read More …

Στα πολύ παλιά χρόνια σε ενα πλούσιο αρχοντικό ζούσε ενα ανδρόγυνο..Είχαν του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά.Δεν ήταν όμως χαρούμενοι.Ηταν πολύ βαλαντωμένοι γιατί δεν είχαν παιδιά.Παρακαλούσαν τον θεό κάθε μέρα να τους δώσει ενα παιδί.Βαρέθηκαν τα παρακάλια και είπαν.Δώκε μας θέ μου ενα παιδί και ας είναι και ποντίκι.Πραγματικώς ύστερα απο εννιά μήνες γέννησε η γυναίκα και αντί για παιδί έκανε ποντίκι.Οι γονέοι ήταν χαρούμενοι και ευχαριστούσαν κάθε μέρα το Θεό. Μετά τη γέννα πέρασαν οι τρείς μοίρες για να το μοιράνουνε.Η πρώτη που ήταν κακιά είπε [[Να το δω και ψυχή να μη μου πονέσει]].Η δεύτερη λιγότερο κακιά είπε [[Να μείνει ποντίκι σε ουλη του τη ζωή του για να μαραίνεται η ψυχή της μάνας του.]] Η τρίτη που ήτανε καλή και πονόψυχη είπε.[[Να είναι άνθρωπος στη ψυχή και όταν γνωρίσει μια ποντικίνα που θα τον αγαπήσει να γίνουν ευτυχισμένοι άνθρωποι.]]Οι γονέοι ήταν πολύ χαρούμενοι.Το περιποιόταν σαν παιδί το ντύνανε σαν πρίγκηπα το αγαπούσαν και το λάτρευαν μέχρι και κουβερνάντα του πήρανε.Μόλις πήγε ενος χρόνου το βαφτίσανε και το βγάλανε Τζωρτζέτο.Κάθε μέρα παίζανε στο κήπο και ο Τζωρτζέτος μεγάλωνε και είχε πολλούς φίλους που τον αγαπούσανε .Εκει που παίζανε στην αυλή γονείς και παιδί κυνήγησε το Τζωρτζέτο μια γάτα για να τον φάει.Ο Τζωρτζέτος έτρεχε πολύ και χώθηκε σε μια τρύπα για να γλυτώσει.Απο εκείνη τη στιγμή ο Τζωρτζέτος χάθηκε.Οι γονείς του πέσανε σε μεγάλη στενοχωρία. .Αλήθεια τι να έγινε ο Τζωρτζέτος .Χαθηκε μέσα στη σκοτινή τρύπα και οδηγήθηκε σε πολλά μονοπάτια.Ούτε αυτός θυμόταν πόσο καιρό προχωρούσε μέχρι να δεί φως ούτε πίσω ήξερε να γυρίσει.Έκλαιγε και στενοχωριόταν που σκεφτόταν τον πόνο που θα είχαν οι γονέοι του. Ξαφνικά, βρέθηκε σε φωτισμένο δρόμο με ψηλά σπίτια, όμορφες πλατείες, ωραία μαγαζιά φτιασμένα με ζάχαρη και σοκολάτες. Στην αρχή νόμισε πως ήταν όνειρο. Προχωρούσε και κόσμο δεν έβλεπε. Ξαφνικά ανέτειλε ο ήλιος, φώτισε τα πάντα και όλοι βγήκαν από τα σπίτια τους να πάνε στις δουλειές, μόνο που δεν ήταν άνθρωποι, ήταν όλοι σαν αυτόν, ποντίκια. Ήταν με λίγα λόγια στην πολιτεία των ποντικιών. Όλοι δούλευαν τόσο γρήγορα και σημασία δεν του έδιναν από τη βιασύνη τους. Άρχισε ο Τζωρτζέτος να πεινάει και να κλαίει που δεν είχε λεφτά ούτε για ψωμί. Έβλεπε γλυκά, σοκολάτες, ζαχαρωτά, τα λιγουρευόταν και πόναγε η κοιλιά του από την πείνα. Το καημένο, τί να κάνει; Προχωρούσε, κουράστηκε και κάθισε στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού και τον πήρε ο ύπνος. Το πρωί που ξύπνησε κρύφτηκε πίσω από τα χόρτα για να δει ποιοί μένουν σ’ αυτό το σπίτι. Κάποια στιγμή άκουσε γέλια και χαρές από άλλα ποντίκια που παίζανε κρυφτούλι. Κρύφτηκε τότε ο Τζωρτζέτος ακόμη περισσότερο για να μην τον δουν. Κάποια στιγμή, αισθάνθηκε κάτι να τον ακουμπά, να τον ζεσταίνει και τρόμαξε. Γύρισε και τί να δει. Μια όμορφη ποντικίνα που έβαλε τις φωνές από τον τρόμο της μόλις κατάλαβε πως κάποιος ξένος είναι στην αυλή της. Αμέσως ο Τζωρτζέτος της έκλεισε το στόμα και της είπε να μη φοβάται και της διηγήθηκε την ιστορία του. Η ποντικίνα τον αγκάλιασε δακρυσμένη που της είπε την ιστορία και του είπε θα το πει στους γονείς της και θα τον πάρουν στο σπίτι να ζήσουν όλοι μαζί. Έτσι κι έγινε. Γνώρισε τους γονείς της ποντικίνας και ήταν όλα χαρούμενα για τον Τζωρτζέτο. Ο χρόνος περνούσε και ήταν όλα καλά. Μεγάλος έρωτας μπήκε στη ζωή του Τζωρτζέτου και στην ποντικίνα και περνούσαν καλά και κοιμόνταν μαζί. Ένα βράδυ εκεί που κοιμόταν ο Τζωρτζέτος ξύπνησε από χάδια και φιλιά. Τρόμαξε όταν είδε πως ο ίδιος ήτανε άνθρωπος και η ποντικίνα που τον χάιδευε μια όμορφη πριγκίπισσα,ήταν απο ψιλή γεννιά. Την ημέρα ήταν πάλι ποντίκια. Κράτησαν το γεγονός μυστικό και κάνανε όνειρα για τη ζωή τους να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί. Φαίνεται πως η ευχή της τρίτης Μοίρας άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Ένα βράδυ εκεί που κοιμόνταν άκουσαν φωνές. Ξύπνησαν γιατί ήταν άρρωστη η μεγάλη ποντικίνα. Τρέξανε στο δωμάτιό της άνθρωποι, όπως ήταν, από την ανησυχία τους, ξέχασαν τη βραδυνή τους παρουσία και τί να δουν. Οι γονείς της φίλης του ήταν και αυτοί άνθρωποι. Ακόμη και οι δικοί της τρόμαξαν που είδαν τον Τζωρτζέτο και την κόρη τους ένα όμορφο ζευγάρι. Κατάλαβαν πως κάτι συνέβαινε σε όλους. Από τότε αγαπήθηκαν πολύ μεταξύ τους γιατί ήταν όλοι στην ίδια μοίρα. Ήταν τελικά όλοι μαγεμένοι. Είπαν τότε όλη την ιστορία τους και ήταν χαρούμενοι γιατί με την παρουσία του Τζωρτζέτου λύθηκαν τα μάγια τους. Σκοπός τους ήταν πώς θα ξαναγυρίσουν στη γη. Κάνανε τους γάμους του Τζωρτζέτου και της κόρης τους και ως δια μαγείας βρέθηκαν στο παλάτι του Τζωρτζέτου πάνω στη γη. Οι γονείς του Τζωρτζέτου τρελάθηκαν που ξαναείδαν το παιδί τους πλέον άνθρωπο και παντρεμένο και έζησαν όλοι μαζί μέχρι τα βαθιά γεράματα χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι.
Read More …

Στα πολύ παλιά χρόνια, στην άκρη του τόπου ενός μεγάλου βασιλείου ζούσε μια όμορφη κοπέλα σε ένα φτωχόσπιτο με τους γονείς της. Οι γονείς, φτωχοί άνθρωποι δούλευαν πολύ σκληρά από την αυγή ως τη νύχτα για να ζήσουν. Η κόρη τους είχε ένα μικρό κήπο με διάφορα χόρτα που τα καλλιεργούσε και πολλά σέλινα. Κάθε μέρα έπαιρνε και φόρτωνε το γαϊδουράκι της με τα λαχανικά και γύριζε στα καντούνια των κοντινών χωριών για να πουλήσει την πραμάτεια της. Διαλαλούσε και φώναζε δυνατά: «Σέλινα, ωραία σέλινα, πάρε κόσμε». Κατέβαινε ο κόσμος να ψωνίσει αλλά περισσότερο να τη χαζέψουν που ήταν πολύ όμορφη. Άρεσε σε ούλα τα παλικάρια που την είχαν ερωτευτεί. Πίστευαν όμως ότι δεν ήταν καλό μια όμορφη κοπέλα να γυρίζει στους δρόμους και να κάνει αυτή την δουλειά. Πολλοί την πείραζαν και άλλοι την κορόιδευαν. Η κοπέλα τα καταλάβαινε όλα και έκανε την αδιάφορη. Ήταν όμως ποντιλιόζα και περήφανη γι’ αυτό που έκανε. Σε όσους την πείραζαν απαντούσε: «Αν τα σέλινα πουλώ και τις καρδιές μαραίνω, άνδρα βασιλιά θα πάρω και στο θρόνο θα καθίσω τα φλουριά θε να μετρήσω». Οι δουλειές της κοπέλας πήγαιναν καλά, μάζευε τα όβολα και αγόρασε ένα άσπρο άλογο με μια άμαξα και πήγαινε πολύ μακριά, σε άλλες πολιτείες και ήταν πολύ χαρούμενη γι’ αυτό που έκανε. Μια μέρα, βρέθηκε πουλώντας σέλινα στο κέντρο του βασιλείου που είχε πολύ κόσμο και ήταν όλα όμορφα. Άρχισε να φωνάζει: «Σέλινα, πάρτε ωραία σέλινα». Την ίδια ώρα έκανε τη βόλτα του μέσα στη χρυσή άμαξα ο γιος του βασιλιά. Του έκανε τόσο ωραία εντύπωση η κοπέλα και σταμάτησε και τη ρώτησε: «Τί πουλάς κοπέλα μου;» Αυτή του απάντησε: «Σέλινα, πρίγκηπά μου». Ήταν τόσο όμορφη που ο πρίγκηπας έμεινε ακίνητος να την κοιτά. Ζήτησε να αγοράσει σέλινα και η κοπέλα έμεινε ξερή που ο γιος του βασιλιά προτίμησε την πραμάτεια της. Αυτό γινόταν κάθε φορά που η κοπέλα πήγαινε στη μεγάλη πολιτεία να πουλήσει τα σέλινα. Και ο πρίγκηπας την ερωτεύτηκε. Ζήτησε από τους αυλικούς να την καλέσουν στο παλάτι να την γνωρίσουν οι γονείς του. Έτσι κι έγινε. Οι γονείς του πρίγκηπα ήταν πολύ χαρούμενοι γαι την επιλογή του γιου τους. Κάλεσαν τότε τους γονείς της κοπέλας και όλους τους πρίγκηπες και τις αρχοντοπούλες από όλα τα γνωστά βασίλεια του κόσμου και έγιναν τρανοί γάμοι, που πολλοί ακόμη και σήμερα τους διηγούνται σαν παραμύθι στα παιδιά, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα..
Read More …


Οταν το φιόρο πήρε για βακάνς τη θειά του στο χωριό,οχι για να ξεκουραστεί αλλά για να γλυτώσει απο το ξύλο του μπακαφούσκη. Ηταν ο άνδρας της αυτός κοντός και ασχημομούρης. Τη βάραγε γιατί ήταν πιο ψηλή του έτσι για να χαμηλώσει. Η τσάτσα της δεν τη χώνευε τη θεωρούσε κουτσομπόλα και ήταν ολο σκάνιο και σκέρτσο. Μπονώρα ξύπνησε το φιόρο και στα τελευταία σκαλιά καθόταν θειά και μάνα και σιγοκουβέντιαζαν. 
Μόλις το φιόρο τις είδε ,μη σας ματιάσω είπε που σας βλέπω αγαπημένες.
Ποιόν καλαγλίζετε;
Εμεις κανένανε.
Ωσπου να πλυθεί το φιόρο και να κάνει καφέ άκουσε σφαξίματα,τις δυό αδερφές να μαλλιωτραβιούνται και η μια να κοντεύει να βάλει το κεφάλι της άλλης μες το μαστέλο που πλένουν τα ρούχα. Ο καυγάς δεν έλεγε να σταματήσει και το φιόρο έτρεξε μη ξεσκιστούν σαν τις γάτες.
Είπα να μη σας ματιάσω δεν τα κατάφερα και βλέπω ορέ παιδί μου να με διασκεδάζετε μπονώρα μπονώρα παίζοντας τις μαστελιές.
Αποτέλεσμα;
Οι διακοπές τελείωσαν και έφυγαν μουσκλωμένοι....
Read More …


 Η Ζουρλομπέκω περπάταγε μες το σπίτι και έκλανε...
Ο εγγονός της ποντιλιόζος και τσαντήλας της έλεγε: Σκάσεε...Σκάσεε...
Τίποτα το ιδιο βιολί....
Απο τα πολλά σκάσε είπε στο παιδί:
Αγόρι μου το αντεράκι μου είναι άρρωστο...
Ακουγε ο πατέρας του παιδιού το καυγά και λέει στο γιό του:
-Πές της παιδί μου πώς είναι ξεκολοσάκι.....
Read More …


Η περιέργια της νόνας δεν είχε όρια και άρχισε να κολλάει στην αγγονιά της που ήταν αρραβωνιασμένη. Ηθελε να δει μέχρι που ήταν η σχέση με τον αρραβωνιάρη. Αρχισε να τη περιεργάζεται κοιτώντας τη πονηρά στο στήθος.
-Ε μαρή κιο μου κάζει πως τα βυζά σου έχουν μαλατσάσει.
Η κοπέλα άρχισε να κοκκινίζει χαμηλώνοντας τα μάτια. Η γριά ξανά τα ιδια.
-Ε μαρή δεν ακούς τι λέω; Μου κάζει πως τα βυζά σου έχουν μαλατσάσει.
Η κοπέλα έχασε την υπομονή της και της απαντά:
-Γιατί ζηλεύεις μωρή κοζόρω προβατίνα;
Read More …

Μάνα..ααα, μη με κοιτάς περίεργα γιατί θα αλλοιθωρίσεις.Τι λές κόρη μου έλα στα σύγκαλά σου.Σου είπα μη με στραβoκοιτάς γιατί θα σου μείνει.Κοντεύεις να στραβοκατινιάσεις και θα γίνεις παρασάνταλο και θα γελάει ο κόσμος.Παιδί μου τι σε έπιασε μήπως ζουρλάθηκες;.Θεέ μου τι λέω δεν έχω μούτρα ούτε στη βρύση για νερό δεν θα μπορώ να πάω.Δές κοπέλα.Μωρή ποιός θα σε πάρει;Ποιός έχει στραβωθεί;Πώς ντύνεσαι ετσι;Ούτε σουφραζέτα να ήσουνα.Τι σταμπαρδέλες είναι αυτές;Κειό δεν έχουμε αποκριές να γίνεσαι μασκαλτσόνος Μη με τηράς μωρή παλιόγρια ζηλεύεις πως είμαι όμορφη και σου βγαίνει το μάτι .Μωρή κορνιόλα θα το κάνεις κακομοίρα μου απο το διάολο που σου μπαίνει μέσα σου.Ορέ μάνα να μη χωνεύει τη κόρη της γιατί είναι όμορφη.Δές τα μούτρα σου μωρή λαχανονημένη πως είσαι γιαυτό σε παράτησε ο τάτας μου και πήγε στην Αμέρικα.Γυναίκα είσαι εσύ η καρακάξα.Παλιοκατελωμένη.Πώς μιλάς ετσι παιδί μου στη μάνα που σε γέννησε;Ούλες οι κοπέλες του κόσμου μορφοντύνονται φορούν τα ρούχα του τόπου τους και είναι ταπεινές.Εσυ κάνεις τη ξεσκλερούτω και τη πριμαντόνα.Μόνο παρτσινέβελος δεν έγινες ακόμα.Εσύ τα μυαλά σου τάχεις πάνω από το μαντήλι χυμένα στίς πλάτες και τις πλάτες ζόρκες.Σα δεν ντρέπεσαι μωρή ποιός κουζουλός θα σε πάρει, θα μείνεις στη πολίτσα και θα μου κάψεις τη καρδιά.Ανάθεμα στο πατέρα σου που έφυγε και με άφησε με σένα για να με φαρμακώνεις με τις αμυαλοσύνες σου.Τι λές μωρέ παλιοτελώνειο.Δες τα μούτρα σου που απο τη κακία σου είσαι σαν ζουρλομπέκω.Μωρή δεν ντρέπεσα ποιός θα σε αντέξει με τέτοιο στόμα θα σε μαλακώνει στο ξύλο.Για να σκάσεις θα φορέσω οτι θέλω.Δεν θα βάλω κότολο ούτε κλειστό φουστάνι και μαντήλι στο κεφάλι λες και είμαι κακομοίρα.Δεν είμαι για μοναστήρι.Θα βάλω οτι θέλω και θα κρεμάσω πάνω μου οτι εχω απο το τάτα μου.Δές με και σκάσε.Θα κάνω μια βόλτα στη πιάτσα να δεις πόσοι θα πέσουν κάτω.Φοράω αμέσως τα ψηλά τακούνια τη φούστα ως τα γόνατα την έξωμη μπλούζα το κολλιέ μου το κραγιόν και κότσο τα μαλλιά.Α και πόβερη οση θέλω.Ναι μωρή ντύσου ετσι και ο κόσμος δεν θα σε γνωρίσει .Θα λέει ποιός μασκαράς είναι αυτός.Καλέ πότε έχουμε απόκριες και θα γίνεις ρεζίλι των σκυλι ών.Που να πλαντάξεις αυτός που με ενδιαφέρει θέλω να με γνωρίσει τους άλλους τους έχω γραμμένους στο κωλέα μου.Σκάσε λοιπόν φεύγω και μη μου κολλάς γιατί θα έρτω και γκαστρωμένη.Με αυτά και άλλα τόσα που άκουσε η θεία Τζούλια να βγαίνουν απο το στόμα της κόρης της,κόπηκε η ανάσα της.Θεέ μου που να μη γεννιόμουνα.Ποιός μούλεγε τι μούμελε να πάθω με αυτόν το διάολο που είχα στη κοιλιά μου.Θεέ μου κόλπο θα μου έρτει της κακομοίρας τι έχω πάθει Αγιε Σπυρίδωνά μου γείτονά μου κάμε ενα θαύμα να στραβώσεις το κόσμο να μη τη δουν και τέλεψε η ζωή μου.Δώσε λίγο μυαλό γιατί δεν θα τη βγάλω απο μέσα και αλοίμονό μου τι γηρατειά θα έχω.Πάρε με θεέ μου να μη δω άλλα κέρατα απο το σατανά που μου έδωσεςΑ....Άκου και τσιμουδιά μη βγάλεις.Π.α.ν.τ.ρεύομαι Τα μάτια της μάνας της πετάχτηκαν σαν μποβώλοι.Τι λες μωρή με ποιόνε.Το γυιό του Κολονέλου θα πάρω.Πεθαίνω μαύρη μου μέρα που ξημέρωσε,Θεέ μου που να κρυφτώ.Τι λές ορή βλογιοκομένη που να μην έσωνα να σε κάμω.Αυτός παιδί μου είναι μεθούας.Γιατί και εγώ σκέτη κρασοκανάτα είμαι.Για δές το βαένι στο πάτο έφθασε.Τί λές μωρή μεθοκοπίστρω.Θεέ μου δεν ξέρω που να γείρω.Φεύγει η γη κάτω απο τα πόδια μου, μούρχεται αφάνος.Μη σκιάζεσαι και δεν παθαίνεις τίποτσι είσαι γερό κανάτι δεν σπάς εύκολα.Πέρασες τόσες μπαραόντες και ο διάολος δεν σε πήρε, σε άφησε για τις αμαρτίες μου και να μου μπείς καβάλα και να μου κάνεις κουμάντο ποιόνε θα πάρω θα κάνω οτι θέλω,Θα τον βουτήξω και θα πάω σε μοναστήρι να παντρευτώ μόνη μου, ούτε εσένα δεν θέλω.Τι λές παιδί μου μη λές άλλα γιατί θα σκοτωθώ .Θα με πας στο κάθισμα με αυτά που κάνεις.Ναι πρόσεχε πάρε και καμμιά ομπρέλα μαζί σου γιατί βρέχει.Ο θεός να με συχωρέσει.Δεν θα αυτοκτονήσω δεν θέλω να βράζω στο καζάνι της κόλασης με τα παγανά τα τελώνεια και τους διαόλους.Σε αφήνω να κάνεις οτι θέλεις δεν σε αντέχω αλλά να κάνεις παιδί μου τον παντίδο και οσες ρεβεράντζες θέλεις στη ζωή σου.Οσο μπαχλατίζεις τόσο ο κόσμος σε βάζει στην άκρη και μπαίνεις στο στόμα του.Αντε να βρείς το γυιό του Κολονέλου και κόψε το λαιμό σου.Δεν θα με πας στον άλλο κόσμο πρίν της ώρας μου.Εσύ με το μπαμπάλισμα θέλεις να με τελέψεις.Πελεκάς πάνω στο δικό σου ποδάρι.Α και μη ξεχνάς πώς ούλα εδώ πλερώνονται.Μαύρη ήταν η ζωή της θείας Τζούλιας απο τη κόρη της την Νικολίνα. Ηταν μοναχοκόρη και κακομαθημένη.Απο μικρή η μάνα της την είχε μη στάξει και μη βρέξει.Ο πατέρας της είχε φύγει για την Αμερική και έστελνε πολλά όβολα.Ήταν πολύ ανεξάρτητη σαν χαρακτήρας και δεν λογάριαζε κανένα.Της θείας Τζούλιας μαύριζε η ψυχή της απο τα καμώματα της Νικολίνας .Φοβόταν πως δεν θα έκανε προκοπή με άνθρωπο και θα έμενε μόνη στη ζωή.Η ιδια ήταν μεγάλη στην ηλικία και σκεφτόνταν πως θα΄κλείσει τα μάτια της πικραμένη.Δεν θα βρεθεί ενας να σου ρίξει ενα ρεπόμπο, ενα φούσκο να σου σπάσει τα κατακλείδια η επι τέλους ενα γερό μπαστουνάρε μόλτο για να σου φύγει το ποντίλιο ;.Ρεβαρδάρω αλλά θα βρείς το μαστορά σου για να σου σιάξει τη στρωμή/..Βούλωστο μην αρχίσω γιατί θα σταματήσω αμα σε δω ξερή και ξεσφοντιλιασμένη.Οχι παιδί μου μη μου μαυλίζεις το μυαλό.Με σαμπατίζεις δεν σε αντέχω άλλο.Θεέ μου δεν πιεντάει αυτή η κοπέλα μου σήκωσε αλμπαζία.Κάμε κύριε κάτι να της έρτει το μυαλό στα σέστα του.Πώς να μου έρτει που με κατάντησες ζουρλή.Το άλεσμα βγαίνει απο δυο λιθάρια.Το μεγαλύτερο είσαι εσυ.Εσυ με κακόμαθες.Ήσουνα ατσούμπαλη και θεοπάλαβη γι αυτό σε άφησε ο πατέρας μου και πήγε στου διαόλου τη μάνα να σε ξεφορτωθεί.Έχεις την ιδέα πώς έφυγε απο καλό.Ήταν διαζύγιο με άλλο τρόπο και ξελιτάρισε μαζί σου.Δεν είσαι η μόνη που το έπαθες είναι οι περισσότερες γιατί ούλες έχετε το διάολο πέρα περού μέσα σας το παίζετε ανδρογυναίκες και δεν υπολογίζετε ούτε πατέρα ούτε αδερφό ,πόσο μάλλον τον άνδρα σας.Τον θέλετε κότα να μη βγάζει μπαμπαξιά .Είστε όλες με ζουρλομανδύα έτοιμες για ζουρλοκομείο .Εκειό που θα πείτε είστε μαραζομένες και α στένειες . Κόρη είσαι εσυ η ο διάολος μεταμορφωμένος.Είσαι πιο πάνω απο τον Εοσφώρο και τον Βελζεβούλη.Είπε ο γάιδαρος τον κοκοτό κεφάλα.Μη μου κολλάς γιατί απάντηση δεν θα ξαναπάρεις.Θα μιλάς μόνη σου και θα καταντήσεις παρασάνταλο.Ω Θεέ μου θα παραλογήσω.Ναι θα παραλογήσεις και θα πάρεις τα πάρακλα και όπου είναι το πρώτο μου σπάργανο.Μωρή θα αβηζάρω να δω το γυιό του Κολονέλου να μάθει τι πόντος είσαι και τι οχιά βάζει στο κόρφο του.Αμα θες να σε κρεμάσω απο τη γλώσσα παλιόγρια κάντο θα δεις τα ραδίκια ανακούρδικα..Με σένα δεν βγάζω άκρη και λογαριασμό.Θα πάρω τα μάτια μου και οπου πάω.Νάξερες όμως οτι είσαι το δένδρο της αυλής μου.Το φως μες το σκοτάδι που με τυλίγει.Είσαι ο δικός μου άνθρωπος και δεν βγαίνεις απο τη ψυχή μου.Δεν θα σε καταραστώ .Καταργιέμαι μόνο τη τύχη μου που ήμουν πάντα μόνη.Ο πατέρας σου εδώ ήταν και σπίτι δεν πάταγε ,κάθε πρωί έβγαινε απο άλλες πόρτες.Είχε και εδώ πορνοστάσια.Βέβαια στον κόσμο και στον άνδρα τους φαινότανε τίμιες και δοξασμένες αλλά τη νύχτα οι σοφίτες τρίζανε.Που ήσουνα ωρή νυχτιάτικα.Αχ άνδρα μου η γίδα μπλέχτηκε με το σκοινί και βέλαζε η αναθεματισμένη και με αλάλιασε μες τη νύχτα.Εσύ ορή που ήσουνα .Αντε να μη σε ξυπνήσω είπα γιατί μες τον ύπνο μου, μου κάστηκε πως οι κότες καρκολογιόταν και φοβήθηκα για αλεπού μαρέ ξεπατωμένε νοικοκύρη.Πάντα έφταιγαν οι κότες οι πάπιες τα άλογα.Μόνο η λύσα τους δεν έφταιγε.Κουράστηκα ,βαρέθηκα αυτή τη μοναξιά και θέλω να φύγω να πάρω τα βουνά και να κλείσω τα μάτια μου.Δεν ξέρω αν θα πάω στο θεό η στον διάολο εκειό που ξέρω οτι ο νους θα πλανιέται στους τέσσαρους τοίχους του πεντέρμου σπιτιού που θα μείνει έρημο όταν παντρευτείς το Κολονέλο και θα σε έχω πάντα στη ψυχή μου..Tόπε και τόκανε η θεία Τζούλια.Δεν ματαέτσαξε κατάπιε τη γλώσσα της.Ισως και να την έφαγε.Τσώπασε η πάπα της και κόπηκε η λαλιά της.Αφηκε τη Νικολίνα να τριομφάρει και να κόψει το λαιμό της.Η καημένη η θεία Τζούλια τίποτα δεν χάρηκε στη ζωή της.Απο μικρό παιδί σε μια φαμελιά με πολλά αδέρφια απο τα μικρά της νιάτα δούλεψε στις ελιές στα αμπέλια και στο νοικοκυριό.Σιγά ο καιρός περνούσε για τη Τζούλια μέχρι που στη στράτα της βρέθηκε ενα όμορφο παλικάρι που της πήρε τα μυαλά.Νιόνιος το όνομά του΄απο καλό σπίτι μοναχογιός και έμπορας κρασιού και λαδιού ο πατέρας του.Ο έρωτας φώλιασε για καλά στη ψυχή των δυο νέων και δεν βλέπανε την ώρα που θα συναντιόταν στο εκκλησάκι του Αι Αντώνη κοντά στη θάλασσα. Τα βράδια αργά περίμενε το Νιόνιο κάτω απο το μπαλκόνι του σπιτιού με τη παρέα του να της τραγουδήσει με την όμορφη φωνή του μια καντάδα η μια γλυκιά σερενάτα.Ηταν ενα όμορφο ζευγάρι ήταν νέοι απο καλές οικογένειες .Κάποια στιγμή μαθεύτηκε ο έρωτάς τους και οι γονείς τους αποφάσισαν οτι καλό είναι να επισημοποιήσουν το γεγονός.Στα δεκαωχτώ της παντρεύτηκε τον γυιό του Μαλαπάρτε.Ο γάμος εγινε με ούλα τα έθιμα της εποχής.Γάμος τρικούβερτος με ούλα τα μεγαλεία και τις επισημότητεςΕ ο γαμπρός δεν ήτανε όποιος και όποιος.Ήτανε ο γυιός του Μαλαπάρτε του έμπορα.Ο γαμπρός ο Νιόνιος παναπεί ήταν καλοστεκούμενος και φαντασμένος νέος.Ητανε όμορφο παλικάρι και τον λιμπιζόταν πολλές.Τα πρώτα χρόνια ήτανε καλά και περίκαλα.Έζησαν τον έρωτά τους φανταστικά.Ολο αγάπες και λουλούδια ολο καντάρε και αμόρε.Αργούσαν να κάμουν παιδί και άρχισαν οι αγκούσες και οι καυγάδες ποιός φταίει.Στα έξι χρόνια του γάμου γκαστρώθηκε η Τζούλια και έκαμε μια κόρη τη Νικολίνα. Η Νικολίνα μεγάλωνε και γινόταν ενα όμορφο κορίτσι.Οι γονείς της ήτανε πολύ χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.Οι καιροί άλλαξαν και το εμπόριο του κρασιού δεν πήγαινε καλά γιατί τα αμπέλια πάθανε μεγάλη ζημιά.Ο Νιόνιος έφυγε στα δυο χρόνια της Νικολίνας γιατί η ζωή ήταν δύσκολη και η Αμερική δεχόταν κόσμο για εργάτες .Πολλοί φύγανε ετσι και ο Νιόνιος.Μήνες και με σαπιοκάραβα φθάνανε στην Αμερική.Δεν έμαθε ποτέ η θεία Τζούλια τι δουλειά έκανε αλλά έστελνε όβολα δεν ξέχασε ποτέ την οικογένειά του οχι οσο ζούσε η θεία Τζούλια αλλά συνέχισε να στέλνει και αφού παντρεύτηκε η Νικολίνα΄.Στα ογδόντα της χρόνια πέθανε η θεία Τζούλια ύστερα απο μακρο χρόνια αρρώστια .Η μοναξιά την οδήγησαν στη τρέλα.Ετσι λέγανε γιατί έχασε το μυαλό της και τα χρόνια της ήταν δύσκολα.Ναι η Νικολίνα την κοίταξε αλλά δεν έσκασε ..κιόλας που πέθανε η μάνα της ισα ισα που τη ξεφορτώθηκε και ήταν ελεύθερη να κάνει τη ζωή της.όπως ήθελε..Της έκανε μια κηδεία τρικούβερτη.Απαίτησε και πλήρωσε να χτυπάει η καμπάνα σε ολη τη διάρκεια της τελετής Λες και ήταν Μ Παρασκευή.Σκέφτηκε να της φέρει και τη φιλαρμονική. Τι να τη κάνει άρχισε να ορίεται η ιδια που η φιλαρμονική μπροστά της ωχριά.Ω μανούλα μου που με αφήνεις έρημη και μόνη.Ωημού..Τί έπαθα η κουρούνα.Ο κόσμος με ολα αυτά δεν είχε που να κρύψει τα γέλια του ...O καιρός περνούσε και ούλα τα γιάτρεψε.Η Νικολίνα έκαμε ούλες τις φουμιές για τη θανή της μάνας της,και σκεφτόταν σοβαρά να παντρευτεί το μορφονιό της.Έτσι και αλλιώς ντόρκια ήτανε κανένα δεν είχε στο κεφάλι της ήτανε έτοιμη να κάνει οτι της κατέβαινε..Αρπάζει το Νίνο ζεστό απο τα μούτρα και τον αφήνει κρύο.Δε μου λες εσύ νεαρέ τι σκέφτεσαι ο καιρός περνάει τα χρόνια φεύγουν δε πρέπει να νοικοκυρευτούμε.Να κανονήσουμε πότε θα γίνει ο γάμος.Μια ψυχή που θα βγεί να βγεί.Μωρή αυτό ήθελες και με άρπαξες απο τα μούτρα.Όποτε αγαπάς να γίνει.Σε δυο μήνες ολα τελείωσαν και γάμος και το παιδί στη κοιλιά.Μπράβο Νικολίνα με μια ντουφεκιά δυο λαγούς.Καλά ουλο το κόσμο κάλεσε στο γάμο οπου είχε και μετείχε.Ως και ευρωπαικό νυφικό φόρεσε.Έτσι και αλλιώς άλλος πλέρωνε ο Νίνος ο γυιός του Κολονέλου.Σιγά μη θάσκαγε η Νικολίνα.Απαίτησε και τα καλύτερα βιολιά .Έπρεπε να την ακολουθήσουν στη συνοδεία και όταν θα έσερνε το πρώτο της χορό παντρεμένη πια και κυρία Κολονέλου.Το τραπέζι δεν χώραγε το κόσμο στο σπίτι της στην αυλή και βγήκε στο δρόμο.Ούλα καλά και περίκαλα.Η Νικολίνα είπαμε δεν είχε θεό ,οτι της κατσαριζόταν έκανε και λογαριασμό δεν έδινε σε κανένα ούτε στον άνδρα της δεν έβαζε προσκέφαλο.Είχε το δικό της ντορό στη ζωή και κινιόταν στους δικούς της ρυθμούς.Ούτε μυαλό για παιδιά ούτε νοικοκυριό ούτε μαγείρεμα,ρεμπέλεβε μοναχά.Βόλτες απο το πρωί ως το βράδυ.Έκανε τις ρούγες ανω κάτω ,απο σπίτι σε σπίτι γύριζε και μαζωμό δεν είχε.[[Που γυρνάς μωρή ντόρκια είσαι ]].την φροντάρηζε ο Νίνος.Σκάσε εσυ κύριε πίντα.Ποιός είσαι που θα μου βάλεις όρια.Ωρή είμαι ο παρτσινέβελός σου ο αφέντης σου ,η κορώνα του τσερβέλου σου.Τι είπες ωρέ καρατέλο...Κακή συμφορά να σούρθει παναθεμά τη νόνα σου που θα μου μπείς καβάλα.Μήπως σου κάζει πώς θα με κάνεις οτι θές.Σου κάζει πώς μοιάζω για μαριόλα και καμπιόνι.Είσαι στα σέστα η μουρλάθηκες.Μήπως χρειάζεσαι παπά να σε διαβάσει.Ορή γυρίζεις μες τους δρόμους απο τα αμπονώρα και δεν μπορώ να εχω λεμέντο.Οι σουλουπομένες κυρίες δεν γυρίζουν μες τσού δρόμους.Κάθονται στο σπίτι τους ετοιμάζουν το φαγητό τους περιμένουν τον άνδρα τους να φάνε...Ε ορή το παιδί στο δρόμο θα το κάνεις..Αν το αφαλίσεις αλοίμονό σου..Τι λές ορέ για υπηρέτρια με πήρες.Ολα μαζί θα τα κάνουμε αλλιώς το σπίτι της μάνας μου άδειο είναι και με χωράει.Ορέ που έμπλεξαα..Τί νόμιζες πως παντρεύτηκα για να σε φορτωθώ.Ούλα μαζί και αν σου αρέσει.Θεέ που έμπλεξα λέει ο καημένος ο Νίνο.Κάθε μέρα τα ιδια έκανε η Νικολίνα.Δεν άκουγε κανένα και τίποτα.Οι πόνοι για να γεννήσει το παιδί στο δρόμο την έπιασαν και δεν ήξερε τι είχε.Για καλό της βρήκε στο δρόμο τη μαμή...Κάμε γρήγορα παιδί μου να σε πάω στο σπίτι και θα το κάμεις στη ρούγα και είναι καταχείμωνο και θα σου ποντάρει το παιδί.Έκαμε ο θεός και άντεξε ως το σπίτι και εκει το αμόλαρε.Ηταν ίδιος ο Νίνο...ενας ΄παίδαρος Παναγία βόηθα..Σαν έμαθε το νέο ο Νίνο έτρεξε στο σπίτι τρελός απο τη χαρά του και τούς αγγάλιασε και τους δυό.Έγινε άλλος τόσος και φούσκωνε απο χαρά για το κατόρθωμά..Η Νικολίνα χαρούμενη και ευτυχισμένη για το παιδί έστειλε γράμμα στην Αμερική να μάθει και ο πατέρας της το μαντάτο.Στο μήνα απάνω έφθασε το δέμα με τα δώρα του τάτα της και το τσέκ..Όλα καλά και ωραία.Ελα που η Νικολίνα δεν τα κατάφερνε καλά με το παιδί .Οσο τάιζε με το βυζί ήταν καλά.Υστερα με το ρογοβύζι.Το παιδί μεγάλωνε και η Νικολίνα δεν ήξερε ουτε ενα φαγητό να κάνει και είχε μόνιμα κατεβασμένα τα μούτρα της.Τί να κάνει ο Νίνο έγινε και νοικοκυρά..Δεν του έφθανε η δουλειά ολη μέρα απο τα χαράματα ξυπνούσε να τα εχει η Νικολίνα ολα ετοιμα.Το παιδί μεγάλωνε ,ο Νίνο δούλευε σαν τρελός και η Νικολίνα ξεντωριαζόταν και φούρνος να μη καπνίσει..Οβολα λάβαινε απο τον τάτα της ,ο Νίνο δούλευε καλά στα κτήματα,πούλαγε λάδι και κρασί.και η Νικολίνα εννιά έχει ο μήνας..Στα τρία χρόνια ήρτε και δεύτερο αγόρι.Τα πράγματα δυσκόλεψαν για τη Νικολίνα καθώς ήτανε άχαρη απο δουλειές και ζήτησε νταντά για βοήθεια στο σπίτι.Η αλήθεια ήταν για να μη κλειστεί στο σπίτι δεν άντεχε τη κλεισούρα.Έγινε τα καπρίτσιο της και δεν ξαναμαζεύτηκε.Τα παιδιά μεγάλωναν και ο Νίνο άρχισε να τα βγάζει δύσκολα.Η Νικολίνα στο κόσμο της .Λάβαινε όβολα απο το πατέρα της και τα έκανε σκούφες και μπερέτες και άνδρα δεν λογάριαζε πως τα φέρνει βόλτα΄.Που γυρνάς μωρή που έγινες ρεντίκολο και ο κόσμος γελάει με σένα.Τι λες μωρέ λιμοκοντόρε που σε χόρτασα με τον ιδρώτα του πατέρα μου και θα μου βγάλεις αγανιές.Το δικό μου το πρόσωπο είναι λαπάντες και το δικό σου είναι φραντζασμένο και μούρχεται να ξεράσω που σε βλέπω.Έχασε κάθε ενδιαφέρον ο Νίνο κοίταζε τα παιδιά του και σταμάτησε να ασχολείται με τη Νικολίνα.Αλλο που δεν ήθελε η Νικολίνα δεν ξαναμαζεύτηκε.Οποτε ήθελε ξύπναγε όποτε ήθελε κοιμόταν.Την καλούσαν παντού σε γάμους σε βαπτίσια .Οπου γάμος και τραπέζι μέσα ο μπαλασκούτας παίζει.Πέρναγε όπως γουστάριζε.Κάθε φορά που λάβαινε όβολα απο την Αμέρικα έλεγε στο κόσμο [[καλέ να δείτε όταν πεθάνει ο τάτας μου πόσα όβολα θα πάρω]].Κάποια στιγμή έγινε και αυτό.Άνοιξε απο το καημό της το γράμμα μετά απο δυο μήνες΄Λούφαξε όταν είδε πως ο πατέρας της είχε πεθάνει με τι μούτρα θα το έλεγε΄Τα λεφτά είχαν φαγωθεί με τι θα έκανε κάτι για τη ψυχή του τάτα της.Σκέφτηκε να στείλει η ιδια γράμμα στον εαυτό της και να γράφει πως ο πατέρας της πέθανε.Αλλαξε γνώμη και δεν ξαναέτσαξε για το πατέρα της.Βέβαια πέθαναν και οσοι ήξεραν πως είχε πατέρα .Τα παιδια της μεγάλωσαν, ο Νίνο στραβογέρασε και η Νικολίνα ιδια και απαράλαχτη.Οχι μόνο δεν το έβαζε κάτω αλλά προόδευσε ...προβιβάστηκε σε πρώτο βαθμό χαρτορίχτρας και φλυτζανιού...Περνοδιαβαίνοντας τις ρούγες εξηγούσε το φλυτζάνι και έριχνε τα χαρτιά με τις ώρες καλοπέρναγε καλότρωγε καλόπινε και όταν θυμόταν οτι είχε σπίτι το επισκεπτόταν τρικλίζοντας απο το μεθύσι.Ο Νίνο δεν της έλεγε τίποτα είχε ξεχάσει οτι είναι συγγενείς...Καμμιά φορά της έλεγε [[μωρή δεν ντρέπεσαι που γελάει ο κόσμος με σένα δεν έχω μούτρα να βγώ στη ρούγα]]..Φύσα το να ανοίξει του έλεγε και τον φασκέλωνε.Μια μέρα εκει που γύριζε πέρασε απο τη πόρτα του Ντελλαπόρτα ..Να τον πιει κανείς στο ποτήρι κύριος με τα ούλα του ηταν και αυτός.Εφτιαχνε μαστέλους και κάσες κακή του ώρα.Ω χαρά που πήρα Νικολίνα μου που σε βλέπω σε παρακαλώ εσυ που ξέρεις τα χαρτιά και το φλυτζάνι να μου βρείς μια άσπρη κότα τη κατσούλω μου παναπεί που την έχασα και θα σου δώκω μια νταμιζάνα κρασί...Ναίσκε καλέ μου σήμερα που είναι και Παρασκευή και πιάνει τρέχω να τα ρίξω πιες και ενα καφέ φτιάξε μου και μένα που είμαι αποσταμένη και μη ξεχνάς να το γυρίσεις και έρχομαι....Δεν πέρασε πολύ ώρα και νάσου η Νικολίνα με τη κότα μες τη ποδιά της..Ελα και σου τη βρήκα..Έριχνα τα χαρτιά για άσπρη κότα και μαύρη μου έβγαινε.Βγήκα στο πόντζο και βλέπω απο της γειτόνισσας τη ποργιά τη κότα βαμμένη να βγαίνει στη στράτα.Ναι λέω αυτή είναι ..Τρέχω και τη σκεπάζω με το κότολό μου και σου την έφερα.Πέσε τώρα το ρεγάλο που μου έταξες..Ο Ντελλαπόρτας μες τη τρελή χαρά λέει με το νού του..Φέρε τη κότα Νικολίνα και οχι νταμουζάνα ολόκληρη βαρέλα να σου δώκω..Ελα να πιείς το καφέ και να με αητάρεις να πάμε το κρασί στο σπίτι σου.Μόλις πήγε σπίτι της ήπιε από τα κόπια της μπόλικο κρασί και έγινε τύφλα στο μεθύσι..Βγήκε στη πορτοπούλα και άρχισε το τραγούδι..Ξεκίνησε απο το[[καράβι βγαίνει απο τη χιό]]..[[ Μηλιά πούσε στο εγκρεμό ]][[Ξεκινά μια ψαροπούλα]] και έφθασε στο μια βοσκοπούλα αγάπησα]]...και το μπαρμπούνι..Ε ...Τι περιμένατε έπεσαν πολλά παλαμάκια απο το πόπολο...Η φήμη της στο φλυτζάνι και στα χαρτιά ξεπέρασε τα σύνορα του περίγυρου και έγινε γνωστή σε ολο το νησί και πιο πολύ στη χώρα..Τη ζητούσαν πολλές κυρίες της χώρας για να μάθουν τι τους επιφυλάσει η τύχη και η ζωή..Παντρεμένες ,χήρες ,νέες ,γριές όλες την έψαχναν για τη μοίρα τους.Απόχτησε εξουσία γνωριμίες κοινωνικότητα.Μόνο τίτλους δεν απόχτησε.Χρήμα ναι...Απο οπου περνούσε μόνο υπόκληση δεν της έκαναν.Όπου τη καλούσαν της έστρωναν τραπέζια,έτρωγε έπινε χόρευε τα έτσουζε και περνούσε μέγκλα.Τα χρόνια περνούσαν με τα παιδιά της η σχέση χαλάρωσε απο τις υποχρεώσεις του φλυτζανιού και των χαρτιών..Ο άνδρας της τα είχε τινάξει προ πολλού ..Πήρε πολύ βάρος και τα γηρατειά την είχαν προπάρει.Συνέχιζε το ιδιο βιολί να τρώει και να ρουμπώνει οτι της προσέφεραν.Το τέλος της ήρθε απρόσμενα στο δρόμο .Τρόμαξε ο κόσμος που την είδε να πέφτει λιπόθυμη στη μέση του δρόμου κάνοντας ενα τρομερό γδούπο..Είπανε πως πήγε απο κολπέτο..Στη κηδεία της ολη η χώρα πήγε ξεκολωτή.....Τη συνόδευσαν με βιολιά και τραγούδια και με ενα παρατετεμένο χειροκρότημα.....Αυτό ήταν το τέλος της Σκαφατσάδας μιας ελεύτερης ψυχής που ήξερε τι ήθελε ,ήξερε να ζήσει αδιαφορώντας για το τι θα πεί ο κόσμος σε μια εποχή δύσκολη..Ήταν πιο μπροστά απο την εποχή της...
Read More …

Σε καιρό νηστείας η κυρία πάχαινε....Έτρωγε μπουκούνια ψωμί μουσκεμένο και δυσκολευόταν στη χέστρα..Ορέ ορέ τι έπαθα η μαύρη και η σκότεινη... Νηστεύω έλεγε οποιον έβλεπε στη στράτα..Ο άλλος που την έ βλεπε τετράπαχη την έκοβε καλά καλά..Φαίνεται ,θάλεγε μέσα του φαίνεται , έχεις αδυνατίσει που να μη σε βασκάνω...Κάποια μέρα στούμπωσε ο κώλος της και απο τις φωνές μάζωξε ούλη τη γειτονιά..Πρώτες φθάσανε οι ξετιμώστρες ...Τι έπαθες μαρή και μας αφαλόκοψες; Δεν βλέπετε μαρές πως κατάντισα; Να μου βαστάνε το κανάτι για να αποπατήσω.. Ελα μαρή το αλικότισμα δεν είναι ντροπή..Πω πω το κατέλωμα δεν είναι και το κρούξιμο;...Κάτσε τώρα να σε σοπροτάρουμε..Τι ξύλα της βάζανε ,τι σαπούνια τι κλίσματα..Τίποτσι δεν γινότανε Αυτή κοιλοπονούσε κανονικά..Είχε πετρώσει στο άντερο ο κοπρόλιθος..Άκουσε και η νύφη της πώς αλικότισε και πήγε να τη δει..Τι να δει κόσμο και ντουνιά το σπίτι γιομάτο..Τι έγινε μαρή τι έπαθε και αλάλιασα;..Ευτυχώς της απάντησε μιά γειτόνισσα..Ξελευτερώθηκε..Τι λες μαρή αφού είναι μεγάλη τι γκαστρωμένη ήταν;..Οχι ψυχή μου να χέσει δεν μπορούσε..Πω πω ντροπή ,φιλότιμο δεν εχει και μάζωξε ούλο το κόσμο;..Δεν εχω που να κρυφτώ που να βάλω τα μούτρα μου,είπε η νύφη της..Η γειτόνισσα... [[τι λες μαρή απο ντροπή η απο τη μπόχα του κούραδου;...]]
Read More …

Ορε Γιώργοοο΄΄Ναισκε....Ορε Γιώργοοο....Σκασμός..Ούτε μπαμπαξιά..Για δες το ξεπατωμένο δεν απλογιέται,και είναι πάσχα και το τραπέζι στρωμένο και περιμένω να καινώσω να πιούμε και καμμιά βολά..Βγαίνει στο πορτόνι η γειτόνισσα και της λέει.Τι σε έπιασε ορή πασχαλιάτικα και κάνεις το ντελάλη; Τι κάνω; Περιμένω το τζόγια μου νάρτει να φάμε..Καλά πασχαλιάτικα βουρλίστηκες και φωνάζεις ;..Ύστερα δεν είναι μόμολο, είναι παντρεμένος θα τον μαζώξει η γυναίκα του...Πήγαινε εσύ να φας με τον άνδρα σου και όποτε θελήσουν ας έρτουν..Τι λές κυρά μου παναπεί..Εγώ περιμένω πώς και πώς να έρτουν να φάμε να πιούμε και να πέσουμε στο κρεβάτι να πω το μάρς και να γρεμίσουμε το σπίτι χωρίς σισμό..Αλλά τι να κάμω που το ξυλόχτενο του άνδρα μου είναι χαλασμένο...Τσιμουδιά η γειτόνισσα..Μόνο ενα υποψιασμένο χαμόγελο της έμεινε....
Read More …

Το παραλέκατο περνοδιάβαινε τα καντούνια της Αγιας-Κάρας...Ακούστηκε πως στο διάστημα αυτής της βδομάδας του θεριστή θα κάνει καύσωνα...Κάτω απο ενα φραγκιάτο ήτανε αρκετοί ρέμπελοι Αγιομαυρίτες αραχτοί στα πεζούλια και δεν τσάζανε .Τούς έκοψε το παραλέκατο τι βιολί βαράνε και τσου λέει..Ε ορέ σήμερα είπανε πως θα έχουμε καύσωνα και θα συγκαούμε..Εσείς πως περνάτε εκει κάτω απο το φραγκιάτο,έχετε δροσιά; Εμείς εδω περιμένουμε να φυσήξει γαμίστρος,ήταν η απάντηση....
Read More …

Ο Μεμάς ήτανε πολύ περήφανος για τη γυναίκα του....Τίμια και δοξασμένη....Ασπροπρόσωπος και με τα κέρατά του...Περπάταγε τριζάτα και καμαρωτά, πως άλλος δεν εχει τέτοια γυναίκα..Καλός μα αγαθούλης ο Μεμάς..Η κυρά του είχε μορόζο τη καρπέτα, οχι γυναίκα αλλά άνδρα με τα ούλα του..Ο Μεμάς ήτανε φοβητσιάρης, έτρεμε και με τον ίσκιο του...Τόξερε αυτό ο μορόζος και φορούσε μια καρπέτα με τρύπες μάτια και στόμα και έκανε το φάντασμα..Η κυρά του τον καλούσε και μόλις έφθανε φώναζε, φάντασμα Μεμάαα...Μεμάααα φάντασμα ....Ποιός είδε τον διάολο και δεν τον φοβήθηκε...Επαιρνε το κοντορίξημο ο Μεμάς σαν βουρλισμένος και χανότανε στα καντούνια..Εκανε τη δουλειά του η καρπέτα ,και κατά το Μεμά πιο τίμια γυναίκα δεν εχει άλλος.....
Read More …

Ο Κοντέζας πήγε στη πιάτσα για ψώνια..Μπήκε στο μανάβικο και διάλεγε πράματα εποχής..Έφθασε στο ταμείο να πληρώσει και γούρλωσαν τα μάτια του βλέποντας τα βυζιά της κοπέλας που του έκανε λογαριασμό,που ήταν σαν καρβέλια...Τάχασε με οτι έβλεπε και τα μάτια του έπεσαν για να μη ξαφτιλιστεί σε δυό μεγάλους βασιλικούς...Για να δώσει τόπο στην οργή λέει στη κοπέλα..Πω πω καλέ τι τους ταίζεις τους βασιλικούς και είναι τόσο μεγάλοι;Μόνο νεράκι του θεού καλέ μου...Ορέ αλήθεια ; Εγώ νόμιζα πως τους ταίζεις γάλα και ήθελα να σε ρωτήσω με τι νούμερο ρογοβύζι τσου ταίζεις; Ο κόσμος που ζώνιζε ψόφησε απο τα γέλια και το πάτωμα του μαγαζιού γέμισε απο ζαρζαβατικά..
Read More …

 Άραξε το αυτοκίνητο ντάλα μεσημέρι στη πλατεία του χωριού..Ο οδηγός ρώτησε τους γερόντους που καθόνταν στη δροσιά του πλάτανου..Απο που πάνε στο πόρτο τραί;Πλησίασε ενας γέρος και του λέει..Για κατέβασε τσότσο τη λάστρα σου γυιέ μου...Κοίταξε καλά καλά τη γυναίκα που καθόταν δίπλα του και του λέει..Τι λες ορέ κιο δεν είναι Αουστος για να τη πας στο τραί..Εφυγε σαραντάκαπνος ο τύπος..Ο γέρος, οχι θα του τη χάριζα του κερατά...
Read More …


Ο Πριτσιλιάγκος σπουδαίος αγαπητικός παντρεμένος και με παιδί δεν τον έφθανε η γυναίκα του και ήθελε μορόζα όνομα και πράμα τη ζωντοχήρα Ευδοκιά. Ο αδερφός της ήταν λειτουργός του υψίστου και δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του. Οταν την έβλεπε δεν άντεχε και της τάσερνε.
-Μωρή που τάχεις με τον Πριτσιλιάγκο. Βρήκες ετοιμόρροπη λεβεντιά ετοιμος για κατεδάφιση. Ανάθεμα το μυαλό σου. Μωρή που ξεφτιλίζεις την οικογένειά μας.
-Μωρή πού δεν ξέρω που να κρυφτώ
Τα ιδια κάθε φορά..Έχασε η Ευδοκιά την υπομονή της και τον πιάνει ζεστό και τον αφήνει κρύο τον παπά.
-Τι λές ορέ εγώ σας ξεφτιλίζω που είμαι γυναίκα και το βροντάω η εσύ ορέ μαλάκα που ήσουν άνδρας και ντύθηκες γυναίκα...
Ο καημένος ο παπάς πήρε των οματιών του και εξαφανίστηκε....
Read More …


Βράδυ καλοκαιριού στο πεζούλι της ρούγας μαζεμένη η γειτονιά λένε διάφορα,τα παιδιά μετρούν τα αστέρια και δείχνουν την άρκτο. Η Βέρα είναι ανασκατζωμένη που λείπει ο άνδρας της και λέει.
-Καλότυχες και καλόμοιρες που έχετε τους άνδρες σας και εγώ κοιμάμαι μοναχή μου. Ο προκομένος μου γυρίζει μια στο Θειάκι και μια στη Κεφαλλωνιά για όβολα. Τι να τα κάνω να τα βάλει στο κωλέα του.
Πετιέται μια γειτόνισσα και της λέει..
-Τυχερή είσαι σου φέρνει όβολα και έχεις την ανεξαρτησία σου κοιμάσαι μόνη σου αερίζεσαι και δεν ζεσταίνεσαι κιόλας...
-Τι λές ορή και όταν εγώ έχω καύλες τι κάνω;
Ξερή η γειτόνισσα... Οι υπόλοιπες ακόμα γελούν και χασκομπουρίζουν...
Read More …


Μέχρι να ξεσκολήσουν τα παιδιά πήγαιναν κατηχητικό και μεταλαβή γινόταν μετά απο ομαδική εξομολόγηση.
"Τώρα σκαρίσατε" λέει ο παπάς και θα σας εξομολογώ χωριστά το καθένα.
Ερχόταν Πάσχα και δυο φίλοι πήγαν να εξομολογηθούν. Μπήκε ο ενας στη εκκλησία και ο άλλος περίμενε απο όξω.
Βγαίνει ο πρώτος κλαίγοντας , "ορέ τι έπαθες" του λέει ο φίλος του...
-Με ρώτησε αν παίζω με το πουλί μου.
Ο άλλος του απαντάει , "αφού δεν έχεις κλουβί που να το βάλεις το πουλί και ακόμα δεν βρήκες φωλιά απο γαρδέλια;"
-Οχι ρε βλάκα τέτοιο πουλί,αυτό που έχουμε μες το βρακί.
-Μα αυτό το λένε τσουτσού-μαρέλα-και κατερίνα.
-Με αυτό με ρώτησε αν παίζω...
Απο τότε τους ξύπνησε τη πρώτη τους αγάπη. Δεν ξαναπήγανε για εξομολόγηση ούτε για κοινωνία στον τραγόπαπα...
Read More …


Η Παδελομούτρω ξετίμωνε ούλες τις νύφες οτι τσακώνονται με τις πεθερές τους.
Εγώ έλεγε δεν έχω πεί το "εσυ" το παραμικρό παναπεί.
Έλα που το κωλοπάμπαρο ο ανηψιός της την ήξερε απο την ορθή και την ανάποδη τι πόντος ήταν και τη φροντάρισε πως θα τη ξεπροστιάσει.
-Πως γίνεται ορέ θεία να πείτε το εσυ οταν οτι κάνετε είστε κώλο με κώλο;
-Δεν μιλάτε ποτέ η μια στην άλλη,τρώτε χώρια και είστε πλάτη με πλάτη οταν μαγειρεύετε; Οι άλλες τα λένε ντρίτα και ξαλαφρώνουν κιόλας. Ασχετα αν μετά απο λίγο ξαναξεμαλλιάζονται. 
-Εσυ να σκάσεις και να μην ανακατεύεσε τι λέω και τι κάνω παλιοκωλοπάμπαρο. Ακούς διέλε παρέσε,έκατσε η μπομπή στο διάβα και αναγελάει τσου διαβάτες. Να βγάλεις το περίδρομο και να γίνεις καλάθι και αρίλαος. Η αν σου αρέσει κούτρουλο κουβάρι.
-Τι λες ορή παδελομούτρω κακοπλασμένη που να βγάλεις τον αγλέορα λαχανονημένη. Βούτηξε το κανάτι που το είχε τίγκα στη τσέρλα η παδελομούτρω απο βραδύς και τον έλουσε απο πάνω εως κάτω.
-Ορή με έκρουξες κατελωμένη...
Read More …


Σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Γενικά οι διαόλοι σηκώθηκαν και περπατάνε. Οι καμπάνες άλλαξαν χτύπο,έγιναν ναζιάρες περίεργες και ακαταλαβίστικες. Παλιότερα η καμπάνα ήταν η βασική περσόνα του κάθε χωριού. Από το χτύπημα ήξερες αν είναι Κυριακή, Ανάσταση, χαρά ή λύπη ή αν κάποιος τα τίναξε ή αν είναι ο ντελάλης στη σιγαλιά της νύχτας. Απένατι το Ιόνιο πνιγμένο στα μαύρα σύννεφα που ορμούσαν και νόμιζες πως θα μας καταπιούν, και οι κεραυνοί που έσκιζαν τον ορίζοντα και κόβανε στη μέση τα πέλαγα και την αναπνοή μας. Όταν γλυκοχάραζε και ο ήλιος φώτιζε το πέλαγος τα καράβια αρμένιζαν για τη δύση και τους Κορφούς, άκουγες ξαφνικά τα μπουρλότα να σκάβουν το πέλαγος και τα σκασμένα ψάρια από το βυθό να πλέουν πεθαμένα. Τα μάζευαν οι κουλοχέρηδες τα 'βαζαν στις ψαροκασέλες και γύρναγαν τα χωριά να πουλήσουν τα μπαρουτοκαπνισμένα ψόφια ψάρια τους.
Ο κύριος Ντίνος άνδρας περιωπής καμαρωτός σαν κοκοτσέλος δεν καταδεχόταν το μεροδούλι από τη περηφάνια ούτε επέτρεπε στη γυναίκα του για δουλειά. Ένα φουρκί ήτανε και το έπαιζε κόμματος και η ξιπασιά του δεν τη χώραγε ο τόπος. Πρώτος στη πιάτσα να πάρει το καλύτερο ψάρι από τον Μπούλο, έτσι έλεγαν τον ψαρά με το κομμένο χέρι. Καλός και αγαθός ο καημένος με αυτό τον τρόπο έβγαζε τα προς το ζειν. Ο Ντίνος από τη μουργέλα του ως και το σπίτι του πούλησε και το έκανε ψάρια. Οσο υπήρχαν όβολα κοκορευόταν και τεντωνόταν μεγάλωνε και το ύψος του. Η κόρη του τον ενημέρωνε:
-Πατέρα ήρτε ο Μπούλοθ
Αυτός ,κύριος έβαζε γρήγορα τις αρβύλες του και τσακιζόταν να προλάβει να πάρει το πρώτο ψάρι. Χαρές και πανηγύρια οσο η παδέλα δούλευε και το ψάρι γινόταν πότα μπιάνκο πότα μπουρδέτο. Ολοι ήταν ευχαριστημένοι στην οικογένεια. Οσο ο καιρός περνούσε τα όβολα λιγόστευαν και η τσέπη άδειαζε ως και το τσιγάρο που τούτρωγε τα σωθηκά το έκοψε ο μπόγιας ο αναθεματισμένος σκατά στη ψυχή του παναπεί. Έκανε τόπι τη γυναίκα του αν τολμούσε να δουλέψει κρυφά. Η γειτονιά βλέποντας τα παιδιά να μαραζώνουν τσι πείνας φρόντιζαν να δίνουν κάνα πιάτο φακές, ρεβύθια, κολοκυθιές τσιγαριστές, ως και σεσκουλόριζο.
-Έτσι για να δοκιμάσετε τι έφτιαξα σήμερα, έλεγε η κάθε γειτόνισσα που τους τα πάγαινε...
Τα δεχόταν και ο ίδιος γιατί η λόρδα δεν έχει πάτο. Μένανε σε μια χαμοκέλα που τούδωκε κάποιος στη ρούγα. Είχε μια κόρη που είχε αλληθωρίσει από τη πείνα και έλεγε το μαύρο και το σκότεινο στη γειτόνισσά της.
-Θεία θέλω "πθωμί" και "κόλο"
Ήτανε και μπερδέσω στα λόγια της. Από το καθημερινό ψάρι και το "πατέρα ήρθε ο Μπούλοθ" έπεσε στο ψωμί και σκόρδο, αυτό έλεγε. Η γειτόνισσα της απαντούσε:
-Μωρέ παιδί μου ψωμί έχω να σου δώκω αλλά ο κώλος δεν κόβεται και έναν έχω ,δεν έχω δεύτερο.
Η κοπέλα δεν καταλάβαινε και συνέχιζε:
-εγώ θεία θέλω "πθωμί και κόλο"
Read More …


Η γριά Πιτσικόνα χτυπιόταν σαν κατσίκι και το στόμα της άφριζε. Η Μπάρτσα απο τις γρίλιες του σπιτιού της για να μη τη βλέπουν απο τη στράτα μιλούσε πρόστυχα στη γριά που παραπονιόταν οτι της χρώσταγε όβολα...
-Μωρή πουτάνα ,μωρή πουτάνααα...
Είχε ξεσκιστεί η γριά και κανένας δεν καταλάβαινε με ποιόν τα είχε. Η Μπάρτσα τό παιζε κυρία περιοπής και φρόντιζε να μην ακούγεται πώς μαλώνει...
-Εγώ μωρή ξεφτίλω δεν καταδέχομαι να πέσω χαμηλά στο δικό σου επίπεδο που να ξεσκίζεσαι και να κάνεις κωλοτούμπες...
-Μωρή που μου έφαγες τα όβολα και κάνεις τη καμπόσα το παίζεις σπουδαία παλιό Μπάρτσα.
-Μωρή γίδα, μωρή γαιδούρα ξύστρωτη που να μη δεις προκοπή που να σε πάρει ο διάολος και να σε πετάξει όπου είναι το πρώτο μου σπάργανο κοιλορεμένη....
-Σκάσε μωρή παλιόγρια μωρή πουτάνααα. Δεν θα γίνω εγώ σαν εσένα που να χτυπάς το κώλο σου στο πεζοδρόμιο να βγάζει π... τσουτσοκαύλια...
Τούμπανο η γριά και άλλαλη.....
Read More …


Αγαθοκώλης ο κύριος που πούλαγε πορτοκάλια, μήλα και άλλα φρούτα..Με βήμα ολο σκέρτσο και φούστα τριζάτη ως το γόνατο η κυρία πλησιάζει στο πάγκο...
-Καλέ βάλτε μου μήλα και πορτοκάλια,εσεις που τα ξέρετε...
-Βάλτε μόνη σας ολα είναι καλά...
-Εσεις να μου βάλετε...
-Δεν μπορώ γιατί εχω κόσμο...
Ακουσε το διάλογο το ζευγάρι που έφθασε για φρούτα. Η κυρία επέμενε να της βάλει φρούτα. Εχασε την υπομονή του ο άνδρας και λέει στο μανάβη:
-Δεν μου λες μήπως είσαι μαλάκας;
-Σας παρακαλώ κύριε...
-Η κυρία σου τα ρίχνει,δεν νιώθεις;
-Αχ καλέ τι ωραία που τα λέτε απαντάει η κυρία...
Ο μανάβης έμεινε ξύλο...
Η κυρία λέει στο μανάβη,εξυπηρέτησε την κυρία...
Ο κύριος που συνόδευε τη κυρία της λέει:
-Η κυρία εξυπηρετήτε μόνη της...
-Τι την έχετε;
-Είναι συζυγός μου...
-Πως σας επιτρέπει να μιλάτε ετσι σε μια κυρία;;
΄-Μου επιτρέπει γιατί δεν είστε κυρία...
Το ζευγάρι έφυγε... Μετά απο μισή ώρα γυρνούσε για το σπίτι. Η κυρία ήταν ακόμη εκει...
Read More …


Ο Σιόρ Τέτος λέει στη μικρή του κόρη ανασκατζωμένος που του έλειπε ο αρίλαος...
-Πήγαινε παιδί μου σ' αυτή τη κουτσομούνα να σου δώκει το κόσκινο...
Έκαμε τη δουλειά τσι και μας έγραψε στο κωλέα τσι...
-Θειά κουτσομούνα μου είπε ο τάτας μου να μου δώκεις το κόσκινο.
-Μα παιδί μου δεν με λένε κουτσομούνα Τζωρτζέτα με λένε...
Η μικρή δεν κατάλαβε τίποτσι...
Read More …


-Ε μαρή γιατί έκλαιγε αυτό το μόμολο απ' τα μπονώρα τι το έπιασε;
-Το ασύφταγο γειτόνισσά μου δεν λέει να αφήκει τη μαρέλα του στο τόπο τσι...
-Και τι κάνει το ξεπατωμένο παναπεί;
-Κοντεύει να τη κάνει ποδολόγα...
Read More …


Το καμπιόνι είπε με στόμφο το ποίημά του και ο κόσμος χειροκροτούσε...
-Δάσκαλε ξέρω και άλλο μπορώ να το πω;
-Να το πεις παιδί μου...
Ύψωσε το κορμί του πήρε φόρα και είπε:
Νά μουν το Μάη γάιδαρος,
το θεριστή κριάρι
όλο το χρόνο κοκοτός
και γάτος το Γενάρη
Άγριο χειροκρότημα πάλι... Πετιέται η μάννα του ανάμεσα από το πόπολο και με καμάρι λέει:
-Εγώ,εγώ του τό μαθα...
Read More …


-Σπαβεντάρισα μαρέ ξεπατωμένο μπονώρα - μπονώρα, μου κάστηκε πως ντραβαγιάρισε η νόνα σου που φούγιαζε...
-Δεν ήξερα μαρέ πως τη κατέλωσες με το βρωμοκωλό σου παλιοκωλοπάμπαρο....
Read More …


Ο Μαμανιόνιος είχε κολπάρει και έκανε πολλές τσιριμόνιες στη γριά του, που δεν τον άντεχε, και για να μην τον σφάξει, πήρε μια ξένη γυναίκα να τον σωπροτάρει. Λύσαξε ο Μαμανιόνιος πως έχασε το πόλτσο του -το σφυγμό του- παναπεί. Έψαχνε το πόλτσο και πουθενά...
Η ξένη δεν ήξερε τι λέει ο Μαμανιόνιος. Η γυναίκα του ήταν στη χώρα βόλτα για να πάρει αέρα και για να τον ξεφορτωθεί.
-Έχασα το πόλτσο μου έλεγε και ξανάλεγε από τη ταραχή του.. Άι Γιάννη μάγγανε που λένε...
Η ξένη τον έψαχνε στο βρακί και του έλεγε:
-Εδώ εδώ είναι το πόλτσο σου...
-Όχι ορή αυτό μη το πειράζεις γιατί θα βρεις το διάολό σου με το θηρίο
Ξανά τα ίδια η ξένη εδώ είναι μέσα στο βρακίο σου. Η γυναίκα έχασε την υπομονή της και λέει σε μια γειτόνισσα:
-Καλέ αυτός λέει πως έχασε το πόλτσο του και το χει μέσα στο βρακίο του...
Η γειτόνισσα ξεράθηκε στα γέλια και της λέει:
-Μαρή στο χέρι του να ψάξεις εκεί το έχει...
Read More …