Lefkadamia

Μάνα..ααα, μη με κοιτάς περίεργα γιατί θα αλλοιθωρίσεις.Τι λές κόρη μου έλα στα σύγκαλά σου.Σου είπα μη με στραβoκοιτάς γιατί θα σου μείνει.Κοντεύεις να στραβοκατινιάσεις και θα γίνεις παρασάνταλο και θα γελάει ο κόσμος.Παιδί μου τι σε έπιασε μήπως ζουρλάθηκες;.Θεέ μου τι λέω δεν έχω μούτρα ούτε στη βρύση για νερό δεν θα μπορώ να πάω.Δές κοπέλα.Μωρή ποιός θα σε πάρει;Ποιός έχει στραβωθεί;Πώς ντύνεσαι ετσι;Ούτε σουφραζέτα να ήσουνα.Τι σταμπαρδέλες είναι αυτές;Κειό δεν έχουμε αποκριές να γίνεσαι μασκαλτσόνος Μη με τηράς μωρή παλιόγρια ζηλεύεις πως είμαι όμορφη και σου βγαίνει το μάτι .Μωρή κορνιόλα θα το κάνεις κακομοίρα μου απο το διάολο που σου μπαίνει μέσα σου.Ορέ μάνα να μη χωνεύει τη κόρη της γιατί είναι όμορφη.Δές τα μούτρα σου μωρή λαχανονημένη πως είσαι γιαυτό σε παράτησε ο τάτας μου και πήγε στην Αμέρικα.Γυναίκα είσαι εσύ η καρακάξα.Παλιοκατελωμένη.Πώς μιλάς ετσι παιδί μου στη μάνα που σε γέννησε;Ούλες οι κοπέλες του κόσμου μορφοντύνονται φορούν τα ρούχα του τόπου τους και είναι ταπεινές.Εσυ κάνεις τη ξεσκλερούτω και τη πριμαντόνα.Μόνο παρτσινέβελος δεν έγινες ακόμα.Εσύ τα μυαλά σου τάχεις πάνω από το μαντήλι χυμένα στίς πλάτες και τις πλάτες ζόρκες.Σα δεν ντρέπεσαι μωρή ποιός κουζουλός θα σε πάρει, θα μείνεις στη πολίτσα και θα μου κάψεις τη καρδιά.Ανάθεμα στο πατέρα σου που έφυγε και με άφησε με σένα για να με φαρμακώνεις με τις αμυαλοσύνες σου.Τι λές μωρέ παλιοτελώνειο.Δες τα μούτρα σου που απο τη κακία σου είσαι σαν ζουρλομπέκω.Μωρή δεν ντρέπεσα ποιός θα σε αντέξει με τέτοιο στόμα θα σε μαλακώνει στο ξύλο.Για να σκάσεις θα φορέσω οτι θέλω.Δεν θα βάλω κότολο ούτε κλειστό φουστάνι και μαντήλι στο κεφάλι λες και είμαι κακομοίρα.Δεν είμαι για μοναστήρι.Θα βάλω οτι θέλω και θα κρεμάσω πάνω μου οτι εχω απο το τάτα μου.Δές με και σκάσε.Θα κάνω μια βόλτα στη πιάτσα να δεις πόσοι θα πέσουν κάτω.Φοράω αμέσως τα ψηλά τακούνια τη φούστα ως τα γόνατα την έξωμη μπλούζα το κολλιέ μου το κραγιόν και κότσο τα μαλλιά.Α και πόβερη οση θέλω.Ναι μωρή ντύσου ετσι και ο κόσμος δεν θα σε γνωρίσει .Θα λέει ποιός μασκαράς είναι αυτός.Καλέ πότε έχουμε απόκριες και θα γίνεις ρεζίλι των σκυλι ών.Που να πλαντάξεις αυτός που με ενδιαφέρει θέλω να με γνωρίσει τους άλλους τους έχω γραμμένους στο κωλέα μου.Σκάσε λοιπόν φεύγω και μη μου κολλάς γιατί θα έρτω και γκαστρωμένη.Με αυτά και άλλα τόσα που άκουσε η θεία Τζούλια να βγαίνουν απο το στόμα της κόρης της,κόπηκε η ανάσα της.Θεέ μου που να μη γεννιόμουνα.Ποιός μούλεγε τι μούμελε να πάθω με αυτόν το διάολο που είχα στη κοιλιά μου.Θεέ μου κόλπο θα μου έρτει της κακομοίρας τι έχω πάθει Αγιε Σπυρίδωνά μου γείτονά μου κάμε ενα θαύμα να στραβώσεις το κόσμο να μη τη δουν και τέλεψε η ζωή μου.Δώσε λίγο μυαλό γιατί δεν θα τη βγάλω απο μέσα και αλοίμονό μου τι γηρατειά θα έχω.Πάρε με θεέ μου να μη δω άλλα κέρατα απο το σατανά που μου έδωσεςΑ....Άκου και τσιμουδιά μη βγάλεις.Π.α.ν.τ.ρεύομαι Τα μάτια της μάνας της πετάχτηκαν σαν μποβώλοι.Τι λες μωρή με ποιόνε.Το γυιό του Κολονέλου θα πάρω.Πεθαίνω μαύρη μου μέρα που ξημέρωσε,Θεέ μου που να κρυφτώ.Τι λές ορή βλογιοκομένη που να μην έσωνα να σε κάμω.Αυτός παιδί μου είναι μεθούας.Γιατί και εγώ σκέτη κρασοκανάτα είμαι.Για δές το βαένι στο πάτο έφθασε.Τί λές μωρή μεθοκοπίστρω.Θεέ μου δεν ξέρω που να γείρω.Φεύγει η γη κάτω απο τα πόδια μου, μούρχεται αφάνος.Μη σκιάζεσαι και δεν παθαίνεις τίποτσι είσαι γερό κανάτι δεν σπάς εύκολα.Πέρασες τόσες μπαραόντες και ο διάολος δεν σε πήρε, σε άφησε για τις αμαρτίες μου και να μου μπείς καβάλα και να μου κάνεις κουμάντο ποιόνε θα πάρω θα κάνω οτι θέλω,Θα τον βουτήξω και θα πάω σε μοναστήρι να παντρευτώ μόνη μου, ούτε εσένα δεν θέλω.Τι λές παιδί μου μη λές άλλα γιατί θα σκοτωθώ .Θα με πας στο κάθισμα με αυτά που κάνεις.Ναι πρόσεχε πάρε και καμμιά ομπρέλα μαζί σου γιατί βρέχει.Ο θεός να με συχωρέσει.Δεν θα αυτοκτονήσω δεν θέλω να βράζω στο καζάνι της κόλασης με τα παγανά τα τελώνεια και τους διαόλους.Σε αφήνω να κάνεις οτι θέλεις δεν σε αντέχω αλλά να κάνεις παιδί μου τον παντίδο και οσες ρεβεράντζες θέλεις στη ζωή σου.Οσο μπαχλατίζεις τόσο ο κόσμος σε βάζει στην άκρη και μπαίνεις στο στόμα του.Αντε να βρείς το γυιό του Κολονέλου και κόψε το λαιμό σου.Δεν θα με πας στον άλλο κόσμο πρίν της ώρας μου.Εσύ με το μπαμπάλισμα θέλεις να με τελέψεις.Πελεκάς πάνω στο δικό σου ποδάρι.Α και μη ξεχνάς πώς ούλα εδώ πλερώνονται.Μαύρη ήταν η ζωή της θείας Τζούλιας απο τη κόρη της την Νικολίνα. Ηταν μοναχοκόρη και κακομαθημένη.Απο μικρή η μάνα της την είχε μη στάξει και μη βρέξει.Ο πατέρας της είχε φύγει για την Αμερική και έστελνε πολλά όβολα.Ήταν πολύ ανεξάρτητη σαν χαρακτήρας και δεν λογάριαζε κανένα.Της θείας Τζούλιας μαύριζε η ψυχή της απο τα καμώματα της Νικολίνας .Φοβόταν πως δεν θα έκανε προκοπή με άνθρωπο και θα έμενε μόνη στη ζωή.Η ιδια ήταν μεγάλη στην ηλικία και σκεφτόνταν πως θα΄κλείσει τα μάτια της πικραμένη.Δεν θα βρεθεί ενας να σου ρίξει ενα ρεπόμπο, ενα φούσκο να σου σπάσει τα κατακλείδια η επι τέλους ενα γερό μπαστουνάρε μόλτο για να σου φύγει το ποντίλιο ;.Ρεβαρδάρω αλλά θα βρείς το μαστορά σου για να σου σιάξει τη στρωμή/..Βούλωστο μην αρχίσω γιατί θα σταματήσω αμα σε δω ξερή και ξεσφοντιλιασμένη.Οχι παιδί μου μη μου μαυλίζεις το μυαλό.Με σαμπατίζεις δεν σε αντέχω άλλο.Θεέ μου δεν πιεντάει αυτή η κοπέλα μου σήκωσε αλμπαζία.Κάμε κύριε κάτι να της έρτει το μυαλό στα σέστα του.Πώς να μου έρτει που με κατάντησες ζουρλή.Το άλεσμα βγαίνει απο δυο λιθάρια.Το μεγαλύτερο είσαι εσυ.Εσυ με κακόμαθες.Ήσουνα ατσούμπαλη και θεοπάλαβη γι αυτό σε άφησε ο πατέρας μου και πήγε στου διαόλου τη μάνα να σε ξεφορτωθεί.Έχεις την ιδέα πώς έφυγε απο καλό.Ήταν διαζύγιο με άλλο τρόπο και ξελιτάρισε μαζί σου.Δεν είσαι η μόνη που το έπαθες είναι οι περισσότερες γιατί ούλες έχετε το διάολο πέρα περού μέσα σας το παίζετε ανδρογυναίκες και δεν υπολογίζετε ούτε πατέρα ούτε αδερφό ,πόσο μάλλον τον άνδρα σας.Τον θέλετε κότα να μη βγάζει μπαμπαξιά .Είστε όλες με ζουρλομανδύα έτοιμες για ζουρλοκομείο .Εκειό που θα πείτε είστε μαραζομένες και α στένειες . Κόρη είσαι εσυ η ο διάολος μεταμορφωμένος.Είσαι πιο πάνω απο τον Εοσφώρο και τον Βελζεβούλη.Είπε ο γάιδαρος τον κοκοτό κεφάλα.Μη μου κολλάς γιατί απάντηση δεν θα ξαναπάρεις.Θα μιλάς μόνη σου και θα καταντήσεις παρασάνταλο.Ω Θεέ μου θα παραλογήσω.Ναι θα παραλογήσεις και θα πάρεις τα πάρακλα και όπου είναι το πρώτο μου σπάργανο.Μωρή θα αβηζάρω να δω το γυιό του Κολονέλου να μάθει τι πόντος είσαι και τι οχιά βάζει στο κόρφο του.Αμα θες να σε κρεμάσω απο τη γλώσσα παλιόγρια κάντο θα δεις τα ραδίκια ανακούρδικα..Με σένα δεν βγάζω άκρη και λογαριασμό.Θα πάρω τα μάτια μου και οπου πάω.Νάξερες όμως οτι είσαι το δένδρο της αυλής μου.Το φως μες το σκοτάδι που με τυλίγει.Είσαι ο δικός μου άνθρωπος και δεν βγαίνεις απο τη ψυχή μου.Δεν θα σε καταραστώ .Καταργιέμαι μόνο τη τύχη μου που ήμουν πάντα μόνη.Ο πατέρας σου εδώ ήταν και σπίτι δεν πάταγε ,κάθε πρωί έβγαινε απο άλλες πόρτες.Είχε και εδώ πορνοστάσια.Βέβαια στον κόσμο και στον άνδρα τους φαινότανε τίμιες και δοξασμένες αλλά τη νύχτα οι σοφίτες τρίζανε.Που ήσουνα ωρή νυχτιάτικα.Αχ άνδρα μου η γίδα μπλέχτηκε με το σκοινί και βέλαζε η αναθεματισμένη και με αλάλιασε μες τη νύχτα.Εσύ ορή που ήσουνα .Αντε να μη σε ξυπνήσω είπα γιατί μες τον ύπνο μου, μου κάστηκε πως οι κότες καρκολογιόταν και φοβήθηκα για αλεπού μαρέ ξεπατωμένε νοικοκύρη.Πάντα έφταιγαν οι κότες οι πάπιες τα άλογα.Μόνο η λύσα τους δεν έφταιγε.Κουράστηκα ,βαρέθηκα αυτή τη μοναξιά και θέλω να φύγω να πάρω τα βουνά και να κλείσω τα μάτια μου.Δεν ξέρω αν θα πάω στο θεό η στον διάολο εκειό που ξέρω οτι ο νους θα πλανιέται στους τέσσαρους τοίχους του πεντέρμου σπιτιού που θα μείνει έρημο όταν παντρευτείς το Κολονέλο και θα σε έχω πάντα στη ψυχή μου..Tόπε και τόκανε η θεία Τζούλια.Δεν ματαέτσαξε κατάπιε τη γλώσσα της.Ισως και να την έφαγε.Τσώπασε η πάπα της και κόπηκε η λαλιά της.Αφηκε τη Νικολίνα να τριομφάρει και να κόψει το λαιμό της.Η καημένη η θεία Τζούλια τίποτα δεν χάρηκε στη ζωή της.Απο μικρό παιδί σε μια φαμελιά με πολλά αδέρφια απο τα μικρά της νιάτα δούλεψε στις ελιές στα αμπέλια και στο νοικοκυριό.Σιγά ο καιρός περνούσε για τη Τζούλια μέχρι που στη στράτα της βρέθηκε ενα όμορφο παλικάρι που της πήρε τα μυαλά.Νιόνιος το όνομά του΄απο καλό σπίτι μοναχογιός και έμπορας κρασιού και λαδιού ο πατέρας του.Ο έρωτας φώλιασε για καλά στη ψυχή των δυο νέων και δεν βλέπανε την ώρα που θα συναντιόταν στο εκκλησάκι του Αι Αντώνη κοντά στη θάλασσα. Τα βράδια αργά περίμενε το Νιόνιο κάτω απο το μπαλκόνι του σπιτιού με τη παρέα του να της τραγουδήσει με την όμορφη φωνή του μια καντάδα η μια γλυκιά σερενάτα.Ηταν ενα όμορφο ζευγάρι ήταν νέοι απο καλές οικογένειες .Κάποια στιγμή μαθεύτηκε ο έρωτάς τους και οι γονείς τους αποφάσισαν οτι καλό είναι να επισημοποιήσουν το γεγονός.Στα δεκαωχτώ της παντρεύτηκε τον γυιό του Μαλαπάρτε.Ο γάμος εγινε με ούλα τα έθιμα της εποχής.Γάμος τρικούβερτος με ούλα τα μεγαλεία και τις επισημότητεςΕ ο γαμπρός δεν ήτανε όποιος και όποιος.Ήτανε ο γυιός του Μαλαπάρτε του έμπορα.Ο γαμπρός ο Νιόνιος παναπεί ήταν καλοστεκούμενος και φαντασμένος νέος.Ητανε όμορφο παλικάρι και τον λιμπιζόταν πολλές.Τα πρώτα χρόνια ήτανε καλά και περίκαλα.Έζησαν τον έρωτά τους φανταστικά.Ολο αγάπες και λουλούδια ολο καντάρε και αμόρε.Αργούσαν να κάμουν παιδί και άρχισαν οι αγκούσες και οι καυγάδες ποιός φταίει.Στα έξι χρόνια του γάμου γκαστρώθηκε η Τζούλια και έκαμε μια κόρη τη Νικολίνα. Η Νικολίνα μεγάλωνε και γινόταν ενα όμορφο κορίτσι.Οι γονείς της ήτανε πολύ χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.Οι καιροί άλλαξαν και το εμπόριο του κρασιού δεν πήγαινε καλά γιατί τα αμπέλια πάθανε μεγάλη ζημιά.Ο Νιόνιος έφυγε στα δυο χρόνια της Νικολίνας γιατί η ζωή ήταν δύσκολη και η Αμερική δεχόταν κόσμο για εργάτες .Πολλοί φύγανε ετσι και ο Νιόνιος.Μήνες και με σαπιοκάραβα φθάνανε στην Αμερική.Δεν έμαθε ποτέ η θεία Τζούλια τι δουλειά έκανε αλλά έστελνε όβολα δεν ξέχασε ποτέ την οικογένειά του οχι οσο ζούσε η θεία Τζούλια αλλά συνέχισε να στέλνει και αφού παντρεύτηκε η Νικολίνα΄.Στα ογδόντα της χρόνια πέθανε η θεία Τζούλια ύστερα απο μακρο χρόνια αρρώστια .Η μοναξιά την οδήγησαν στη τρέλα.Ετσι λέγανε γιατί έχασε το μυαλό της και τα χρόνια της ήταν δύσκολα.Ναι η Νικολίνα την κοίταξε αλλά δεν έσκασε ..κιόλας που πέθανε η μάνα της ισα ισα που τη ξεφορτώθηκε και ήταν ελεύθερη να κάνει τη ζωή της.όπως ήθελε..Της έκανε μια κηδεία τρικούβερτη.Απαίτησε και πλήρωσε να χτυπάει η καμπάνα σε ολη τη διάρκεια της τελετής Λες και ήταν Μ Παρασκευή.Σκέφτηκε να της φέρει και τη φιλαρμονική. Τι να τη κάνει άρχισε να ορίεται η ιδια που η φιλαρμονική μπροστά της ωχριά.Ω μανούλα μου που με αφήνεις έρημη και μόνη.Ωημού..Τί έπαθα η κουρούνα.Ο κόσμος με ολα αυτά δεν είχε που να κρύψει τα γέλια του ...O καιρός περνούσε και ούλα τα γιάτρεψε.Η Νικολίνα έκαμε ούλες τις φουμιές για τη θανή της μάνας της,και σκεφτόταν σοβαρά να παντρευτεί το μορφονιό της.Έτσι και αλλιώς ντόρκια ήτανε κανένα δεν είχε στο κεφάλι της ήτανε έτοιμη να κάνει οτι της κατέβαινε..Αρπάζει το Νίνο ζεστό απο τα μούτρα και τον αφήνει κρύο.Δε μου λες εσύ νεαρέ τι σκέφτεσαι ο καιρός περνάει τα χρόνια φεύγουν δε πρέπει να νοικοκυρευτούμε.Να κανονήσουμε πότε θα γίνει ο γάμος.Μια ψυχή που θα βγεί να βγεί.Μωρή αυτό ήθελες και με άρπαξες απο τα μούτρα.Όποτε αγαπάς να γίνει.Σε δυο μήνες ολα τελείωσαν και γάμος και το παιδί στη κοιλιά.Μπράβο Νικολίνα με μια ντουφεκιά δυο λαγούς.Καλά ουλο το κόσμο κάλεσε στο γάμο οπου είχε και μετείχε.Ως και ευρωπαικό νυφικό φόρεσε.Έτσι και αλλιώς άλλος πλέρωνε ο Νίνος ο γυιός του Κολονέλου.Σιγά μη θάσκαγε η Νικολίνα.Απαίτησε και τα καλύτερα βιολιά .Έπρεπε να την ακολουθήσουν στη συνοδεία και όταν θα έσερνε το πρώτο της χορό παντρεμένη πια και κυρία Κολονέλου.Το τραπέζι δεν χώραγε το κόσμο στο σπίτι της στην αυλή και βγήκε στο δρόμο.Ούλα καλά και περίκαλα.Η Νικολίνα είπαμε δεν είχε θεό ,οτι της κατσαριζόταν έκανε και λογαριασμό δεν έδινε σε κανένα ούτε στον άνδρα της δεν έβαζε προσκέφαλο.Είχε το δικό της ντορό στη ζωή και κινιόταν στους δικούς της ρυθμούς.Ούτε μυαλό για παιδιά ούτε νοικοκυριό ούτε μαγείρεμα,ρεμπέλεβε μοναχά.Βόλτες απο το πρωί ως το βράδυ.Έκανε τις ρούγες ανω κάτω ,απο σπίτι σε σπίτι γύριζε και μαζωμό δεν είχε.[[Που γυρνάς μωρή ντόρκια είσαι ]].την φροντάρηζε ο Νίνος.Σκάσε εσυ κύριε πίντα.Ποιός είσαι που θα μου βάλεις όρια.Ωρή είμαι ο παρτσινέβελός σου ο αφέντης σου ,η κορώνα του τσερβέλου σου.Τι είπες ωρέ καρατέλο...Κακή συμφορά να σούρθει παναθεμά τη νόνα σου που θα μου μπείς καβάλα.Μήπως σου κάζει πώς θα με κάνεις οτι θές.Σου κάζει πώς μοιάζω για μαριόλα και καμπιόνι.Είσαι στα σέστα η μουρλάθηκες.Μήπως χρειάζεσαι παπά να σε διαβάσει.Ορή γυρίζεις μες τους δρόμους απο τα αμπονώρα και δεν μπορώ να εχω λεμέντο.Οι σουλουπομένες κυρίες δεν γυρίζουν μες τσού δρόμους.Κάθονται στο σπίτι τους ετοιμάζουν το φαγητό τους περιμένουν τον άνδρα τους να φάνε...Ε ορή το παιδί στο δρόμο θα το κάνεις..Αν το αφαλίσεις αλοίμονό σου..Τι λές ορέ για υπηρέτρια με πήρες.Ολα μαζί θα τα κάνουμε αλλιώς το σπίτι της μάνας μου άδειο είναι και με χωράει.Ορέ που έμπλεξαα..Τί νόμιζες πως παντρεύτηκα για να σε φορτωθώ.Ούλα μαζί και αν σου αρέσει.Θεέ που έμπλεξα λέει ο καημένος ο Νίνο.Κάθε μέρα τα ιδια έκανε η Νικολίνα.Δεν άκουγε κανένα και τίποτα.Οι πόνοι για να γεννήσει το παιδί στο δρόμο την έπιασαν και δεν ήξερε τι είχε.Για καλό της βρήκε στο δρόμο τη μαμή...Κάμε γρήγορα παιδί μου να σε πάω στο σπίτι και θα το κάμεις στη ρούγα και είναι καταχείμωνο και θα σου ποντάρει το παιδί.Έκαμε ο θεός και άντεξε ως το σπίτι και εκει το αμόλαρε.Ηταν ίδιος ο Νίνο...ενας ΄παίδαρος Παναγία βόηθα..Σαν έμαθε το νέο ο Νίνο έτρεξε στο σπίτι τρελός απο τη χαρά του και τούς αγγάλιασε και τους δυό.Έγινε άλλος τόσος και φούσκωνε απο χαρά για το κατόρθωμά..Η Νικολίνα χαρούμενη και ευτυχισμένη για το παιδί έστειλε γράμμα στην Αμερική να μάθει και ο πατέρας της το μαντάτο.Στο μήνα απάνω έφθασε το δέμα με τα δώρα του τάτα της και το τσέκ..Όλα καλά και ωραία.Ελα που η Νικολίνα δεν τα κατάφερνε καλά με το παιδί .Οσο τάιζε με το βυζί ήταν καλά.Υστερα με το ρογοβύζι.Το παιδί μεγάλωνε και η Νικολίνα δεν ήξερε ουτε ενα φαγητό να κάνει και είχε μόνιμα κατεβασμένα τα μούτρα της.Τί να κάνει ο Νίνο έγινε και νοικοκυρά..Δεν του έφθανε η δουλειά ολη μέρα απο τα χαράματα ξυπνούσε να τα εχει η Νικολίνα ολα ετοιμα.Το παιδί μεγάλωνε ,ο Νίνο δούλευε σαν τρελός και η Νικολίνα ξεντωριαζόταν και φούρνος να μη καπνίσει..Οβολα λάβαινε απο τον τάτα της ,ο Νίνο δούλευε καλά στα κτήματα,πούλαγε λάδι και κρασί.και η Νικολίνα εννιά έχει ο μήνας..Στα τρία χρόνια ήρτε και δεύτερο αγόρι.Τα πράγματα δυσκόλεψαν για τη Νικολίνα καθώς ήτανε άχαρη απο δουλειές και ζήτησε νταντά για βοήθεια στο σπίτι.Η αλήθεια ήταν για να μη κλειστεί στο σπίτι δεν άντεχε τη κλεισούρα.Έγινε τα καπρίτσιο της και δεν ξαναμαζεύτηκε.Τα παιδιά μεγάλωναν και ο Νίνο άρχισε να τα βγάζει δύσκολα.Η Νικολίνα στο κόσμο της .Λάβαινε όβολα απο το πατέρα της και τα έκανε σκούφες και μπερέτες και άνδρα δεν λογάριαζε πως τα φέρνει βόλτα΄.Που γυρνάς μωρή που έγινες ρεντίκολο και ο κόσμος γελάει με σένα.Τι λες μωρέ λιμοκοντόρε που σε χόρτασα με τον ιδρώτα του πατέρα μου και θα μου βγάλεις αγανιές.Το δικό μου το πρόσωπο είναι λαπάντες και το δικό σου είναι φραντζασμένο και μούρχεται να ξεράσω που σε βλέπω.Έχασε κάθε ενδιαφέρον ο Νίνο κοίταζε τα παιδιά του και σταμάτησε να ασχολείται με τη Νικολίνα.Αλλο που δεν ήθελε η Νικολίνα δεν ξαναμαζεύτηκε.Οποτε ήθελε ξύπναγε όποτε ήθελε κοιμόταν.Την καλούσαν παντού σε γάμους σε βαπτίσια .Οπου γάμος και τραπέζι μέσα ο μπαλασκούτας παίζει.Πέρναγε όπως γουστάριζε.Κάθε φορά που λάβαινε όβολα απο την Αμέρικα έλεγε στο κόσμο [[καλέ να δείτε όταν πεθάνει ο τάτας μου πόσα όβολα θα πάρω]].Κάποια στιγμή έγινε και αυτό.Άνοιξε απο το καημό της το γράμμα μετά απο δυο μήνες΄Λούφαξε όταν είδε πως ο πατέρας της είχε πεθάνει με τι μούτρα θα το έλεγε΄Τα λεφτά είχαν φαγωθεί με τι θα έκανε κάτι για τη ψυχή του τάτα της.Σκέφτηκε να στείλει η ιδια γράμμα στον εαυτό της και να γράφει πως ο πατέρας της πέθανε.Αλλαξε γνώμη και δεν ξαναέτσαξε για το πατέρα της.Βέβαια πέθαναν και οσοι ήξεραν πως είχε πατέρα .Τα παιδια της μεγάλωσαν, ο Νίνο στραβογέρασε και η Νικολίνα ιδια και απαράλαχτη.Οχι μόνο δεν το έβαζε κάτω αλλά προόδευσε ...προβιβάστηκε σε πρώτο βαθμό χαρτορίχτρας και φλυτζανιού...Περνοδιαβαίνοντας τις ρούγες εξηγούσε το φλυτζάνι και έριχνε τα χαρτιά με τις ώρες καλοπέρναγε καλότρωγε καλόπινε και όταν θυμόταν οτι είχε σπίτι το επισκεπτόταν τρικλίζοντας απο το μεθύσι.Ο Νίνο δεν της έλεγε τίποτα είχε ξεχάσει οτι είναι συγγενείς...Καμμιά φορά της έλεγε [[μωρή δεν ντρέπεσαι που γελάει ο κόσμος με σένα δεν έχω μούτρα να βγώ στη ρούγα]]..Φύσα το να ανοίξει του έλεγε και τον φασκέλωνε.Μια μέρα εκει που γύριζε πέρασε απο τη πόρτα του Ντελλαπόρτα ..Να τον πιει κανείς στο ποτήρι κύριος με τα ούλα του ηταν και αυτός.Εφτιαχνε μαστέλους και κάσες κακή του ώρα.Ω χαρά που πήρα Νικολίνα μου που σε βλέπω σε παρακαλώ εσυ που ξέρεις τα χαρτιά και το φλυτζάνι να μου βρείς μια άσπρη κότα τη κατσούλω μου παναπεί που την έχασα και θα σου δώκω μια νταμιζάνα κρασί...Ναίσκε καλέ μου σήμερα που είναι και Παρασκευή και πιάνει τρέχω να τα ρίξω πιες και ενα καφέ φτιάξε μου και μένα που είμαι αποσταμένη και μη ξεχνάς να το γυρίσεις και έρχομαι....Δεν πέρασε πολύ ώρα και νάσου η Νικολίνα με τη κότα μες τη ποδιά της..Ελα και σου τη βρήκα..Έριχνα τα χαρτιά για άσπρη κότα και μαύρη μου έβγαινε.Βγήκα στο πόντζο και βλέπω απο της γειτόνισσας τη ποργιά τη κότα βαμμένη να βγαίνει στη στράτα.Ναι λέω αυτή είναι ..Τρέχω και τη σκεπάζω με το κότολό μου και σου την έφερα.Πέσε τώρα το ρεγάλο που μου έταξες..Ο Ντελλαπόρτας μες τη τρελή χαρά λέει με το νού του..Φέρε τη κότα Νικολίνα και οχι νταμουζάνα ολόκληρη βαρέλα να σου δώκω..Ελα να πιείς το καφέ και να με αητάρεις να πάμε το κρασί στο σπίτι σου.Μόλις πήγε σπίτι της ήπιε από τα κόπια της μπόλικο κρασί και έγινε τύφλα στο μεθύσι..Βγήκε στη πορτοπούλα και άρχισε το τραγούδι..Ξεκίνησε απο το[[καράβι βγαίνει απο τη χιό]]..[[ Μηλιά πούσε στο εγκρεμό ]][[Ξεκινά μια ψαροπούλα]] και έφθασε στο μια βοσκοπούλα αγάπησα]]...και το μπαρμπούνι..Ε ...Τι περιμένατε έπεσαν πολλά παλαμάκια απο το πόπολο...Η φήμη της στο φλυτζάνι και στα χαρτιά ξεπέρασε τα σύνορα του περίγυρου και έγινε γνωστή σε ολο το νησί και πιο πολύ στη χώρα..Τη ζητούσαν πολλές κυρίες της χώρας για να μάθουν τι τους επιφυλάσει η τύχη και η ζωή..Παντρεμένες ,χήρες ,νέες ,γριές όλες την έψαχναν για τη μοίρα τους.Απόχτησε εξουσία γνωριμίες κοινωνικότητα.Μόνο τίτλους δεν απόχτησε.Χρήμα ναι...Απο οπου περνούσε μόνο υπόκληση δεν της έκαναν.Όπου τη καλούσαν της έστρωναν τραπέζια,έτρωγε έπινε χόρευε τα έτσουζε και περνούσε μέγκλα.Τα χρόνια περνούσαν με τα παιδιά της η σχέση χαλάρωσε απο τις υποχρεώσεις του φλυτζανιού και των χαρτιών..Ο άνδρας της τα είχε τινάξει προ πολλού ..Πήρε πολύ βάρος και τα γηρατειά την είχαν προπάρει.Συνέχιζε το ιδιο βιολί να τρώει και να ρουμπώνει οτι της προσέφεραν.Το τέλος της ήρθε απρόσμενα στο δρόμο .Τρόμαξε ο κόσμος που την είδε να πέφτει λιπόθυμη στη μέση του δρόμου κάνοντας ενα τρομερό γδούπο..Είπανε πως πήγε απο κολπέτο..Στη κηδεία της ολη η χώρα πήγε ξεκολωτή.....Τη συνόδευσαν με βιολιά και τραγούδια και με ενα παρατετεμένο χειροκρότημα.....Αυτό ήταν το τέλος της Σκαφατσάδας μιας ελεύτερης ψυχής που ήξερε τι ήθελε ,ήξερε να ζήσει αδιαφορώντας για το τι θα πεί ο κόσμος σε μια εποχή δύσκολη..Ήταν πιο μπροστά απο την εποχή της...

Categories:

Leave a Reply