Lefkadamia

Ηταν μια φορά και ενα καιρό ενας άρχοντας και είχε μια όμορφη θυγατέρα τη Βαλεντίνα. Την αγαπούσε πολύ μάτια μου ο σκονταμένος γιατί δεν είχε άλλο παιδί στο κόσμο. Την πάσα μέρα έβαζαν τα καλά τους και οι δυό και πήγαιναν στο γειτονικό δάσος γιατί στον άρχοντα άρεσε πολύ το κυνήγι. Ο άρχοντας κυνηγούσε και η Βαλεντίνα μάζευε λουλούδια. Πολλές φορές δάκρυζε γιατί σκεπτόνταν που να χαρίσει τα λουλούδια, η μάνα της είχε πεθάνει.Μια μέρα στο δάσος κάνοντας βόλτες με τον πατέρα της συνάντησαν ενα χωριάτη που έβοσκε τα πρόβατά του.Ο βοσκός είχε πολλά πρόβατα και η Βαλεντίνα προσπαθούσε να τα μετρήσει, αλλά δεν τα κατάφερνε διότι τα πρόβατα έβοσκαν περπατώντας και της χαλούσαν το λογαριασμό.Mέσα σε ούλο το κοπάδι ενα αρνάκι ξεχώριζε γιατί αντί για μαλλιά το σώμα του ήταν γεμάτο με ολα τα φιόρα του κόσμου.Η Βαλεντίνα έτρεξε και έπιασε το αρνάκι και το έβαλε μέσα στην αγκαλιά της. Αυτό έγινε πολλές φορές μέχρι που το αρνάκι το αγάπησε πολύ και παρακάλεσε τον πατέρα της να της το αγοράσει. Ο πατέρας της δεν της χάλασε το χατήρι επειδή την αγαπούσε πολύ και της το αγόρασε. Γύρισαν στο σπίτι και ήταν πολύ χαρούμενη η Βαλεντίνα. Τάιζε καθημερινώς το αρνάκι, το πήγαινε βόλτες και κάθε βράδυ το έπαιρνε στο κρεβάτι της και κοιμόταν μαζί. Η ζωή της Βαλεντίνας άλλαξε, ήταν πολύ χαρούμενη και ο πατέρας ήταν ευτυχισμένος που έβλεπε την θυγατέρα του χαρούμενη. Ο καιρος περνούσε και ένα βράδυ εκεί που κοιμόταν η Βαλεντίνα αισθάνθηκε μέσα στον ύπνο της ένα ανθρώπινο χέρι να την χαιδεύει. Ξύπνησε λαβοκατινισμένη και στην θέση του αρνιού είδε ένα αρχοντόπουλο. Η Βαλεντίνα έβαλε τις φωνές και το αρχοντόπουλο προσπάθησε να την καθησυχάσει κλείνοντας το στόμα της με το χέρι του. Μη φοβάσαι Βαλεντίνα, εγώ είμαι το αρνάκι που αγαπάς, αλλά η μάνα μου με μάγεψε και με έκανε αρνάκι. Εγώ είμαι ο Μέγας Αλέξανδρος. Η Βαλεντίνα έκλαιγε από χαρά για όσα είδε και άκουσε. Τότε ο Μέγας Αλέξανδρος της είπε. Άκουσε Βαλεντίνα, την ημέρα θα είμαι το αρνάκι και το βράδυ ο Μέγας Αλέξανδρος. Όμως πρόσεξε μη με προδώκεις γιατί μόνο στα παραμύθια θα με ξαναβρείς. Η Βαλεντίνα ορκίστηκε πως δεν θα το πει σε κανέναν. Έτσι λοιπόν την ημέρα είχε το όμορφο αρνάκι μαζί της και το βράδυ το όμορφο αρχοντόπουλο. Τα χρόνια περνούσαν κι η Βαλεντίνα μεγάλωνε. Κάποια μέρα ο πατέρας της είπε πως είναι καιρός να την παντρέψει. Κάλεσε λοιπόν όλα τα αρχοντόπουλα του κόσμου σε μια μεγάλη γιορτή που θα έκανε στο αρχοντικό τους. Η γιορτή ήταν ένας διαγωνισμός τρεξίματος με άλογα και όποιος έβγαινε πρώτος αυτός θα παντρευόταν την κόρη του. Άρχισε λοιπόν η προετοιμασία της γιορτής και ντελάληδες κάλεσαν ούλα τα αρχοντόπουλα και άρχισαν να φτάνουν ντυμένα με τις πιο όμορφες στολές και τα παράσημα τους στο πέτο τους. Την παραμονή του διαγωνισμού η Βαλεντίνα ήταν πολύ στεναχωρημένη και τότε ο Μέγας Αλέξανδρος της είπε Βαλεντίνα θα πάρω κι εγώ μέρος στο διαγωνισμό και θα βγώ πρώτος αλλά μη δείξεις χαρά γιατί δε θα με ξαναδείς. Θα με γνωρίσεις απο τη σημαία που θα κρατώ και την περικεφαλαία μου. Την άλλη μέρα μπονώρα μπονώρα ήταν όλα έτοιμα για την γιορτή. Στην εξέδρα ήταν καθισμένος πολύς κόσμος και ούλοι οι αρχόντοι. Η Βαλεντίνα ήταν πολύ χαρούμενη, ντυμένη στα λευκά δίπλα απο τον πατέρα της.Η καρδιά της έτρεμε και περίμενε με αγωνία να τελειώσει ο αγώνας. Ο πατέρας ήταν χαρούμενος κι όλο καμάρι για την Βαλεντίνα και για την τιμή που του έκαναν όλοι οι άρχόντες. Ο πατέρας της Βαλεντίνας ήταν πολύ καλός αγαπούσε την κόρη του έκανε τα πάντα για την ίδια αλλά ήταν και πολύ αυστηρός.Ηθελε την κόρη του ανάλογα σοβαρή και καθώς πρέπει.Η γιορτή ξεκίνησε και τα αρχοντόπουλα πάνω στα άλογά τους γεμάτα αγωνία άρχισαν να ξεκινούν.Η καρδιά της Βαλεντίνας άρχισε να χτυπά δυνατά και η αγωνία της ήταν μεγάλη.Τα άλογα άρχισαν να τρέχουν και να φθάνουν στο τέρμα όταν μέσα στο πλήθος διέκρινε τον Αλέξανδρο να τερματίζει πρώτος.Τότε πάνω στον ενθουσιασμό της ξέχασε τα πάντα, σηκώθηκε όρθια χαρούμενη και χτυπούσε τα χέρια της απο τη χαρά της.Αυτό έγινε τρείς φορές και τις τρείς η Βαλεντίνα είχε την ιδια συμπεριφορά.Ο πατέρας της τη μάλωσε και της ζήτησε να μάθει για το τόσο ενδιαφέρον της για τον νέο.Τότε η Βαλεντίνα θυμήθηκε τα λόγια του Αλέξανδρου και άρχισε να κλαίει.Κατάλαβε τι συνέβηκε και πράγματι έχασε τον Αλέξανδρο. Τότε έπεσε σε μεγάλη στενοχωρία και βαλαντωμάρα.Στόν πατέρα της τα είπε ολα.Ο πατέρας της στενοχωρέθηκε πολύ που έβλεπε την κόρη του να μαραζώνει.Ξέροντας οτι μόνο στα παραμύθια θα τον ξανάβρισκε, ο πατέρας της έκανε τα πάντα για τη κόρη του και κάλεσε ολους τους παραμυθάδες του κόσμου.Κάθε μέρα η Βαλεντίνα άκουγε θλιμμένη στο αρχοντικό της πολλά παραμύθια που της αράδιαζαν παραμυθάδες και παραμυθάδες. Εφθασε σε σημείο να βαριεντίσει και τους έδιωξε ουλους. Τη τελευταία στιγμή έφθασε ενας και έπεσε στα πόδια της και τη παρακαλούσε να της πει ενα παραμύθι που αναφερόταν στο δικό της όνομα.Τοτε η Βαλεντίνα απο τα πολλά του παρακάλια τονε δέχτηκε.Ακουσε Βαλεντίνα παιδί μου μην αγκουσεύεσαι τη λύση τη κρατώ εγώ στα χέρια μου.Είμαι ενας κυνηγός που εχω γυρίσει ουλα τα δάση του κόσμου.Μια μέρα εκει που περπατούσα στο δάσος είδα απο μακριά ενα γυάλινο πύργο που η στέγη του ήταν γεμάτη χρυσάφι και λαμποκοπούσε στον ήλιο.Θαμπώθηκα τόσο πολύ απο τον πλούτο και αποφάσισα να πλησιάσω με προσοχή.Πήγα κοντά με τρόπο να μη με δει κανείς, μπήκα μέσα και κρύφτηκα πίσω απο μια πόρτα φοβισμένος.Ψυχή δεν υπήρχε μέσα στον πύργο.Ξαφνικά ακουσα φτερουγίσματα και έμπαιναν απο τα παράθυρα δώδεκα άσπρα περιστέρια.Βλέπω ενα ενα να πηγαίνει να πλένεται σε κάθε μια χρυσή βρύση και να γίνεται αρχοντόπουλο.Σε λίγη ωρα γέμισε η αίθουσα του πύργου απο αρχοντόπουλα.Το καθένα καθόταν σε μια τεράστια γυάλινη τραπεζαρία που είχε δώδεκα ολόχρυσες πολυθρόνες.Στην πιο μεγάλη στη μέση που έμοιαζε με θρόνο κάθισε το πιο όμορφο αρχοντόπουλο.Ολα ήταν θλιμμένα.Αυτό που καθόταν στο θρόνο σηκώθηκε χτύπησε τα χέρια του και είπε στα άλλα να πουν αυτό που λέει ολα μαζί.[[ Χτυπάτε πόρτες και παραθύρια για το χαμό της κυρά σας της Βαλεντίνας]].Μόλις αυτό ακούστηκε ολα τα αρχοντόπουλα αρχισαν να κλαίνε δυνατά και να χτυπούν ολα τα παράθυρα και οι πόρτες.Υστερα κάθισαν ολα να φάνε και το τραπέζι γέμισε με ενα χτύπημα του χεριού του αρχοντόπουλου που καθόταν στο θρόνο απο ολα τα φαγητά του κόσμου.Οταν τελείωσε το φαγητό σηκώθηκαν ολα, επλυναν τα χέρια τους έγιναν ολα περιστέρια και πέταξαν στον ουρανό.Εγώ πίσω απο την πόρτα βλέποντας ολα αυτά έμεινα ξερός και αφού συνήλθα θυμήθηκα εσένα και ήρθα να σου τα πώ.Η Βαλεντίνα έπαθε σοκ απο αυτά που άκουσε και λιποθύμησε.Ετρεξαν ολοι να τη συνεφέρουν και αμέσως διέταξε τον κυνηγό να την πάει δελόγκου εκει που είδε και άκουσε οσα της μολόγησε.Πραγματικά την αλλη μέρα μπονώρα μπονώρα ξεκίνησαν για το δάσος.Ο αμαξάς ετοίμασε την άμαξα και ο παραμυθάς οδήγησε τη Βαλεντίνα στο μέρος που ήταν ο πύργος.Στο δρόμο η Βαλεντίνα ήταν πολύ στενοχωρημένη και κουρασμένη απο τη διαδρομή.Οταν όμως αντίκρισε τον πύργο που τέτοιον δεν είχε ματαδεί ουτε στα όνειρά της αρχισε να πιστεύει στα λόγια του παραμυθά.Οταν έφθασαν ήταν όπως της τα είπε ο παραμυθάς ενας γυάλινος πύργος με χρυσό τρούλο τα πάντα ανοιχτά και εντελώς άδειος.Μπήκαν σιγά σιγά μέσα και η Βαλεντίνα κρύφτηκε πίσω απο μια πόρτα και περίμενε.Ξαφνικά ολα άρχισαν να γίνονται όπως της τα είπε ο παραμυθάς και η Βαλεντίνα πίστευε πως ζεί σε όνειρο.Οταν το αρχοντόπουλο είπε [[χτυπάτε πόρτες και παραθύρια για το χαμό της κυρά σας της Βαλεντίνας]] τότε η Βαλεντίνα γνώρισε τον Αλέξανδρο.Ολες οι πόρτες άρχισαν να ανοιγοκλείνουν και να γίνεται μεγάλος θόρυβος.Μόνο η πόρτα που έκρυβε τη Βαλεντίνα δεν κουνιόταν και τότε ο Αλέξανδρος ρώτησε[[Εσυ κυρά μου γιατί δεν χτυπάς.]] Και τότε η πόρτα απάντησε.[[Πώς να χτυπήσω αφού την εχω πίσω.]]Τοτε έτρεξε ο Αλέξανδρος βρήκε τη Βαλεντίνα αγκαλιάστηκαν΄φιλήθηκαν και του ζήτησε συγνώμη που τον πρόδωκε.Τότε της είπε ο Αλέξανδρος τίποτα δεν μπορεί να γίνει.Έγινε ξανα περιστέρι και χάθηκε μαζί με τα άλλα στον ουρανό.Η Βαλεντίνα απελπισμένη πήρε τους δρόμους μόνη της πνιγμένη στο κλάμα.Περνούσε ανάμεσα απο δένδρα και μονοπάτια.Τα ρούχα της άρχισαν να σχίζονται τα παπούτσια της να λιώνουν και τα αίματα να τρέχουν απο παντού. Είχε καταντίσει σκέτη ξεσκλερούτω η κακομοίρα. Καποια στιγμή έπεσε λιπόθυμη.Οταν συνήλθε ξαφνικά ξαναπήρε τους δρόμους απαγοητευμένη, τότε συνάντησε μπροστά της δυο φίδια, ενα μικρό και ενα μεγάλο.Το μεγάλο προσπαθούσε να φάει το μικρό. Είδε την αδικία η Βαλεντίνα πήρε μια πέτρα σκότωσε το μεγάλο και συνέχισε το δρόμο της. Τότε το μικρό φίδι άρχισε να την ακολουθεί και να της μιλάει.Η Βαλεντίνα δεν του έδωσε σημασία και προχώρησε.Το φίδι την ακολούθησε και της λέει.Εσυ μου έσωσες τη ζωή εγώ τι μπορώ να κάνω για σένα .Τι μπορείς να κάνεις για μένα ενα μικρό φίδι.Πολλά μπορώ να κάνω για σένα φθάνει να με ακολουθήσεις.Εγώ είμαι ο αδερφός του Μ Αλέξανδρου που αγαπάς .Η μάνα μας είναι μεγάλη μάγισσα και εμένα με έκαμε φίδι.Οταν σε οδηγήσω στη μάνα μου και θα της πώ πώς εσύ με έσωσες θα χαρεί πολύ,θα σε αγαπήσει και θα θελήσει να σε φορτώσει με ασήμι και χρυσάφι.Εσυ ομως δεν θα δεχθείς τίποτα.Οταν όμως επιμείνει τότε θα της ζητήσεις το δακτυλίδι που φορεί τα υπόλοιπα θα έρτουν μόνα τους.Πράγματι αφού προχώρησαν πολύ πέρασαν βουνά και λαγκάδια, σε μια τεράστια σπηλιά που έβγαιναν καπνοί και φωτιές.Στο βάθος είδαν μια πολύ όμορφη γυναίκα να κάθεται στη μέση και να την περιποιούνται οι δούλες της.Η Βαλεντίνα προχώρησε πολύ φοβισμένη και ακολούθησε το φίδι.Οταν έφθασαν κοντά της η μάνα πετάχτηκε όρθια αγριεμένα στη Βαλεντίνα θορυβημένη γιατί γνώριζε πως η παντοδυναμία της χάνεται Μάνα ήταν αυτή παιδί μου ή μέγαιρα,ανάθεμα τη ψυχή της τη παλιό σκρόφα.. .Τοτε το φίδι είπε ολη την ιστορία στη μάνα του για τη Βαλεντίνα πώς του έσωσε τη ζωή και η μάνα ημέρεψε και κοίταξε με χαμόγελο και καλοσύνη τη Βαλεντίνα.Τί μπορώ να κάνω για σένα που έσωσες το παιδί μου.Προσπάθησε να βγάλει την υποχρέωση με τόνους ασήμι και χρυσάφι.Η Βαλενίνα δεν δέχτηκε τίποτα απο οτι της έδινε.Τότε με άγρια φωνή της λέει τίποτα δεν θέλεις.Η Βαλεντίνα με χαμόγελο της ζήτησε το δακτυλίδι που φορούσε.Στάθηκε η μάνα για λίγο σκεφτική και ύστερα της λέει [[πάρτο και να ζήσετε ευτυχισμένοι]].Την ώρα που έβγαζε το δακτυλίδι οση ώρα κρατούσε μέχρι να βγεί από το χέρι της άρχισαν να ακούγονται πέταλα αλόγων και χλιμιτρίσματα που πλησίαζαν τη σπηλιά.Οταν το δακτυλίδι βγήκε απο το χέρι της μάνας και το φορούσε στο χέρι της Βαλεντίνας πλησίαζε και ο Αλέξανδρος κοντά και κατεβαίνοντας απο το άλογο πλησίασε τη Βαλεντίνα και τη μάνα του και τις αγκάλιασε,τότε λύθηκαν τα μάγια, η σπηλιά χάθηκε απο μπροστά τους και βρέθηκαν σε ενα τεράστιο παλάτι και σε μια τεράστια χώρα με πολύ κόσμο δούλους και υποτακτικούς και τους άρχοντες που έφερναν το στέμμα να το φορέσουν στα κεφάλια τών μελλονύμφων, έγιναν οι γάμοι τους και οι γιορτές που ακολούθησαν ήταν τόσο ωραίες που στον κόσμο δεν ξανάγιναν.Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.....

Categories:

Leave a Reply