Lefkadamia

Τα παλαιά εκειά τα χρόνια που λες μάτια μου σε εκειό το παλιό κάστρο που βλέπεις ήτανε μια τρανή πολιτείαΕίχε αψηλά σπίτια και εκκλησιές με ψηλά και φημισμένα καμπαναριά. Εκει ζούσε πολύς κόσμος ξένος και δικός μας.Σε ενα αψηλό αρχοντικό ζούσε μια πολύ πλούσια κυρία που είχε μια σαυρακιασμένη θυγατέρα και απο ομορφιά σκέτο παραλέκατο..Κοντά τους σε μια χαμοκέλα ζούσε μια φτωχιά οικογένεια με μια πεντάμορφη κόρη.Η αρχόντισα και η κόρη της ζήλευαν πολύ τη κόρη της φτωχιάς οικογένειας.Αμα δε τη βλέπανε περιποιημένη καμμιά φορά που πήγαινε στην εκκλησιά με τη μάνα της τα μάτια τους πετιότανε σαν μποβώλοι.Κάποτε πέρασε απο το σπίτι της πλούσιας κοπέλας μια γρια διακονιάρα με μεγάλη μύτη σαν τσαγγαροσούφλι και τεράστια ζγούμπα.Η κόρη την έδιωξε κακήν κακώς.Υστερα πήγε στο σπίτι της φτωχιάς κοπέλας και την υποδέχτηκε καλά και τη φίλεψε με οτι φτώχιο ειχε. Η διακονιάρα την ευχαρίστησε και της έκανε μια ευχή.[[Να χτενίζεσε κοπέλα μου και ροδοπέταλα να πέφτουν απο τα μαλλιά σου.Αμα κλαίς ασήμι και χρυσάφι να γίνονται τα δάκρυά σου.]]Της χάρισε και ενα περιδέραιο και της είπε να το φοράς και ποτέ να μην το βγάζεις γιατί θα πάθεις νεκροφάνεια.Την ευχαρίστησε η γριά και έφυγε. Πραγματικώς κάθε μέρα μπονώρα μπονώρα που η κοπέλα χτενιζόταν γιόμοζε το σπίτι απο ροδοπέταλα.Αμα τύχαινε όμως να κλάψει για τη φτώχια που είχε χρυσάφι και ασήμι γινότανε τα δάκρυά της.Ο πατέρας της τάπαιρνε και τα πούλαγε στη πιάτσα στους αρχόντους και γίνανε πλούσιοι.Αμα είδε η πλούσια γειτόνισσα το πλούτο της φτωχειάς της ήρτε κολοπετίνι.Λύσαξε απο το κακό της και σκεφτόντανε πώς να τη ξεγνεματιάσει.Η φήμη της κοπέλας πώς έγινε πλούσια μαθεύτηκε σε ούλο το κόσμο ως και τη βενετιά.Τότενες ενας άρχοντας απο τη βενετιά έστειλε να τη χαλέψει για γυναίκα.Ο πατέρας της είχε πολλές δουλειές και δεν μπορούσε να τη στείλει μοναχή της.Τοτε η αρχόντισσα είπε θα τη πάω εγώ για να μη χάσει τη τύχη τσι η κοπέλα. Πράγματι έτσι και έγινε.Μπήκανε σε ενα μεγάλο παπόρι για τη βενετιά.Μαζί της η αρχόντισσα πήρε και το φιόρο τη κόρη της για μόστρα.Οταν το παπόρι πήγε μακριά στη θάλασσα η φτωχειά κοπέλα την έκοψε η πείνα και χάλεψε απο την αρχόντισσα φαγητό.Η αρχόντισσα τσέδωκε να φάει αρμυροσαρδέλες και η κοπέλα κοράκιασε για τσότσο νερό.Τότενες η η κοπέλα της ζήτησε νερό κα η αρχόντισσα της είπε.Οτι χαλεύεις για να σου δώκω θα σου βγάζω και απο ενα μάτι.Η κοπέλα τι να κάμει.Για οτι ζήταγε έφθασε να της βγάλει και τα δυο μάτια.Στα υστερνά τη πετάξανε και στη θάλασσα.Σαν έφθασε στη βενετιά η αρχόντισσα με τη κόρη της πήγανε στο σπίτι του άρχοντα.Μόλις την είδε ο άρχοντας ζουρλάθηκε απο την ασκήμια της.Η αρχόντισσα τούλεγε πως είναι αποσταμένη απο το ταξίδι.Τίς δέχτηκε όμως να μείνουν και να τη παντρευτεί γιατί ήτανε τίμιος άνθρωπος. Περίμενε να χτενιστεί πουθενά ροδοπέταλα.Περίμενε χρυσάφι και ασήμι απο τα κλάματα τίποτα.Ο καιρός πέρναγε και η αρχόντισσα τούλεγε μην αγκουσέβεσαι ούλα θα γίνουν περίμενε τσότσο.Δέν πρέπει όμως να δούμε τι απόγινε η κοπέλα που τη ρίξανε στη θάλασσα.Ναίσκε τζόγια μου αμή. Ο Θεός κανένανε δεν αφήνει να πάει χαμένος χίλιες δόξες νάχεις θε μου.Η κοπέλα παναπεί δεν ήξερε μπάνιο οπως σήμερα ούλες οι πριμαντόνες ξεζορκιάζονται και γκαβώνει ο κόσμος.Πάλεψε οσο μπόραγε με τα κύματα ,φούγιαζε,στραβή οπως τη κατάντησε η συρτοφόρω η καντουνιάρω η αρχόντισσα και την ακουρμάστηκε ενας ψαράς και τη γλύτωσε απο σίγουρο πνιγμό τη κακομοίρα.Την μάζωξε στη καλύβα του με τη γυναίκα του και επειδή δεν είχε παιδιά της είπε κοπέλα μου όπως πορέψουμε φτωχοί αλλά καλοί άνθρωποι είμαστε.Η κοπέλα τους ευχαρίστησε και έκατσε κοντά τους.Η κοπέλα παίρναγε καλά με τον ψαρά αλλά σκεφτόταν το χάλι της και τόβανε στα κλάματα.Τότενες γιόμοζε η καλύβα του ψαρά απο ασήμι και χρυσάφι.Οταν χτενιζόταν πάλε η καλύβα γιόμοζε ροδοπέταλα.Οταν είδε ολα αυτά ο ψαράς και η γυναίκα του είπανε θα τα πουλάμε και θα γίνουμε πλούσιοι.Έτσι του καλού μου θέλει περνάγανε και γίνανε πλούσιοι.Κάποια μέρα ο ψαράς πουλώντας τη πραμάτεια του στούς δρόμους της βενετιάς πέρασε κάτω απο το παλάτι του άρχοντα που ήτανε και η προκομμένη η αρχόντισσα με τη καρακάξα τη θυγατέρα τσι.Αμα άκουσε τον πραματευτή τι πουλάει πήγε και αγόρασε ροδοπέταλα ασήμι και χρυσάφι και τα έδειξε στον γαμπρό τσι οτι τώρα που έλειπες η γυναίκα σου έβγαλε ροδοπέταλα απο τα μαλλιά της και απο τα μάτια της ασήμι και χρυσάφι.Η παγαπόντω όμως πονηρεύτηκε και ρώτησε το ψαρά και αυτός της είπε ολη την ιστορία της κοπέλας.Ντύθηκε διακονιάρα και πήγε στο σπίτι του ψαρά, χάλεψε βοήθεια και η κοπέλα στραβή όπως ήτανε δεν τη γνώρισε ,της έδωκε απο ουλα τα καλούδια.Τοτενες η γριά της βούτηξε το περιδέραιο πούχε στο λαιμό τσι και η κοπέλα έπεσε κάτω λιπόθυμη...Οταν τη βρήκαν οι γονείς της πεθαμένη τη κλάψανε πολύ και τη βάλανε σε μια γυάλινη κάσα δεν τη θάψανε την αφήκανε μέσα στο δάσος και πηγαίνανε κάθε μέρα και τη βλέπανε.Ο άρχοντας της βενετιάς με τις μάνα και κόρη ήτανε δυστυχισμένος ούτε παιδιά ούτε ροδοπέταλα ξαναείδε ούτε ασήμι και χρυσάφι.Εκανε τον κυνηγό να φεύγει και να μη τις βλέπει..Μια μέρα στο δάσος που πήγαινε κυνηγώντας τρόμαξε σαν είδε μεσα σε μια γυάλινη κάσα μια κοπέλα.Του άρεσε πολύ να τη βλέπει και πήγαινε τη πάσα μέρα βόλτα.Στο τέλος την ερωτεύτηκε και την άφηκε έγγυο.Πέρασε ο καιρός και η κοπέλα γέννησε ενα αγοράκι και ο άρχοντας το πήρε στο παλάτι του.Οι κυρίες μάννα και κόρη δεν θέλανε ούτε να το βλέπουν.Το παιδί μεγάλωνε και ο πατέρας του το πήγαινε τακτικά στο δάσος να βλέπει τη μάννα του.Μια μέρα έκλαιγε πολύ γιατί ήθελε το περιδέραιο που φορούσε η γριά αρχόντισσα.Η γριά δεν το έδινε και ο άρχοντας βλέποντας την επιμονή του της το πήρε με το ζόρι και το έβαλε στο λαιμό του παιδιούΤην επόμενη μέρα πήρε το παιδί και το πήγε στη μάνα του στο δάσος.Κάποια στιγμή το παιδί αγγάλιασε και φίλησε τη μάνα του και της φόρεσε στο λαιμό το περιδέραιο και τότε ξύπνησε η κοπέλα.Τάχασε η καημένη δεν ήξερε που είναι και τι βλέπει.Τότενες ο άρχοντας της είπε πως το παιδί είναι δικό της και ακουρμάστηκε ούλη την ιστορία και φύγανε δελόγκου για το αρχοντικό..Μόλις τους είδε η γριά και η κόρη της μαύρο φίδι στο κόρφο τους.Πήρε τότε ο άνδρας τα μάτια της κοπέλας απο τη γριά τα φόρεσε στη κοπέλα και μόλις τις είδε κόντεψε να λιποθυμήσει.Ακουρμάστηκε ο άρχοντας ούλη την ιστορία της συμπεριφοράς τους προς τη κοπέλα και χύθηκε να τις πνίξει.Η κοπέλα όμως καλόψυχη όπως ήτανε είπε στον άρχοντα να μην τις πειράξει παρά να τις διώξει.Ετσι και έγινε.Τις έβαλε σε ενα καράβι το οποίο και βούλιαξε στη πορεία και πήγανε στο διάολο.Στα υστερνά ο άρχοντας παντρεύτηκε τη κοπέλα και ζήσανε αρχοντικά ως τα βαθειά τσου γεράματα.

Categories:

Leave a Reply