Lefkadamia


Σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Γενικά οι διαόλοι σηκώθηκαν και περπατάνε. Οι καμπάνες άλλαξαν χτύπο,έγιναν ναζιάρες περίεργες και ακαταλαβίστικες. Παλιότερα η καμπάνα ήταν η βασική περσόνα του κάθε χωριού. Από το χτύπημα ήξερες αν είναι Κυριακή, Ανάσταση, χαρά ή λύπη ή αν κάποιος τα τίναξε ή αν είναι ο ντελάλης στη σιγαλιά της νύχτας. Απένατι το Ιόνιο πνιγμένο στα μαύρα σύννεφα που ορμούσαν και νόμιζες πως θα μας καταπιούν, και οι κεραυνοί που έσκιζαν τον ορίζοντα και κόβανε στη μέση τα πέλαγα και την αναπνοή μας. Όταν γλυκοχάραζε και ο ήλιος φώτιζε το πέλαγος τα καράβια αρμένιζαν για τη δύση και τους Κορφούς, άκουγες ξαφνικά τα μπουρλότα να σκάβουν το πέλαγος και τα σκασμένα ψάρια από το βυθό να πλέουν πεθαμένα. Τα μάζευαν οι κουλοχέρηδες τα 'βαζαν στις ψαροκασέλες και γύρναγαν τα χωριά να πουλήσουν τα μπαρουτοκαπνισμένα ψόφια ψάρια τους.
Ο κύριος Ντίνος άνδρας περιωπής καμαρωτός σαν κοκοτσέλος δεν καταδεχόταν το μεροδούλι από τη περηφάνια ούτε επέτρεπε στη γυναίκα του για δουλειά. Ένα φουρκί ήτανε και το έπαιζε κόμματος και η ξιπασιά του δεν τη χώραγε ο τόπος. Πρώτος στη πιάτσα να πάρει το καλύτερο ψάρι από τον Μπούλο, έτσι έλεγαν τον ψαρά με το κομμένο χέρι. Καλός και αγαθός ο καημένος με αυτό τον τρόπο έβγαζε τα προς το ζειν. Ο Ντίνος από τη μουργέλα του ως και το σπίτι του πούλησε και το έκανε ψάρια. Οσο υπήρχαν όβολα κοκορευόταν και τεντωνόταν μεγάλωνε και το ύψος του. Η κόρη του τον ενημέρωνε:
-Πατέρα ήρτε ο Μπούλοθ
Αυτός ,κύριος έβαζε γρήγορα τις αρβύλες του και τσακιζόταν να προλάβει να πάρει το πρώτο ψάρι. Χαρές και πανηγύρια οσο η παδέλα δούλευε και το ψάρι γινόταν πότα μπιάνκο πότα μπουρδέτο. Ολοι ήταν ευχαριστημένοι στην οικογένεια. Οσο ο καιρός περνούσε τα όβολα λιγόστευαν και η τσέπη άδειαζε ως και το τσιγάρο που τούτρωγε τα σωθηκά το έκοψε ο μπόγιας ο αναθεματισμένος σκατά στη ψυχή του παναπεί. Έκανε τόπι τη γυναίκα του αν τολμούσε να δουλέψει κρυφά. Η γειτονιά βλέποντας τα παιδιά να μαραζώνουν τσι πείνας φρόντιζαν να δίνουν κάνα πιάτο φακές, ρεβύθια, κολοκυθιές τσιγαριστές, ως και σεσκουλόριζο.
-Έτσι για να δοκιμάσετε τι έφτιαξα σήμερα, έλεγε η κάθε γειτόνισσα που τους τα πάγαινε...
Τα δεχόταν και ο ίδιος γιατί η λόρδα δεν έχει πάτο. Μένανε σε μια χαμοκέλα που τούδωκε κάποιος στη ρούγα. Είχε μια κόρη που είχε αλληθωρίσει από τη πείνα και έλεγε το μαύρο και το σκότεινο στη γειτόνισσά της.
-Θεία θέλω "πθωμί" και "κόλο"
Ήτανε και μπερδέσω στα λόγια της. Από το καθημερινό ψάρι και το "πατέρα ήρθε ο Μπούλοθ" έπεσε στο ψωμί και σκόρδο, αυτό έλεγε. Η γειτόνισσα της απαντούσε:
-Μωρέ παιδί μου ψωμί έχω να σου δώκω αλλά ο κώλος δεν κόβεται και έναν έχω ,δεν έχω δεύτερο.
Η κοπέλα δεν καταλάβαινε και συνέχιζε:
-εγώ θεία θέλω "πθωμί και κόλο"

Categories:

Leave a Reply