Lefkadamia

Στα πολύ παλιά χρόνια σε ενα πλούσιο αρχοντικό ζούσε ενα ανδρόγυνο..Είχαν του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά.Δεν ήταν όμως χαρούμενοι.Ηταν πολύ βαλαντωμένοι γιατί δεν είχαν παιδιά.Παρακαλούσαν τον θεό κάθε μέρα να τους δώσει ενα παιδί.Βαρέθηκαν τα παρακάλια και είπαν.Δώκε μας θέ μου ενα παιδί και ας είναι και ποντίκι.Πραγματικώς ύστερα απο εννιά μήνες γέννησε η γυναίκα και αντί για παιδί έκανε ποντίκι.Οι γονέοι ήταν χαρούμενοι και ευχαριστούσαν κάθε μέρα το Θεό. Μετά τη γέννα πέρασαν οι τρείς μοίρες για να το μοιράνουνε.Η πρώτη που ήταν κακιά είπε [[Να το δω και ψυχή να μη μου πονέσει]].Η δεύτερη λιγότερο κακιά είπε [[Να μείνει ποντίκι σε ουλη του τη ζωή του για να μαραίνεται η ψυχή της μάνας του.]] Η τρίτη που ήτανε καλή και πονόψυχη είπε.[[Να είναι άνθρωπος στη ψυχή και όταν γνωρίσει μια ποντικίνα που θα τον αγαπήσει να γίνουν ευτυχισμένοι άνθρωποι.]]Οι γονέοι ήταν πολύ χαρούμενοι.Το περιποιόταν σαν παιδί το ντύνανε σαν πρίγκηπα το αγαπούσαν και το λάτρευαν μέχρι και κουβερνάντα του πήρανε.Μόλις πήγε ενος χρόνου το βαφτίσανε και το βγάλανε Τζωρτζέτο.Κάθε μέρα παίζανε στο κήπο και ο Τζωρτζέτος μεγάλωνε και είχε πολλούς φίλους που τον αγαπούσανε .Εκει που παίζανε στην αυλή γονείς και παιδί κυνήγησε το Τζωρτζέτο μια γάτα για να τον φάει.Ο Τζωρτζέτος έτρεχε πολύ και χώθηκε σε μια τρύπα για να γλυτώσει.Απο εκείνη τη στιγμή ο Τζωρτζέτος χάθηκε.Οι γονείς του πέσανε σε μεγάλη στενοχωρία. .Αλήθεια τι να έγινε ο Τζωρτζέτος .Χαθηκε μέσα στη σκοτινή τρύπα και οδηγήθηκε σε πολλά μονοπάτια.Ούτε αυτός θυμόταν πόσο καιρό προχωρούσε μέχρι να δεί φως ούτε πίσω ήξερε να γυρίσει.Έκλαιγε και στενοχωριόταν που σκεφτόταν τον πόνο που θα είχαν οι γονέοι του. Ξαφνικά, βρέθηκε σε φωτισμένο δρόμο με ψηλά σπίτια, όμορφες πλατείες, ωραία μαγαζιά φτιασμένα με ζάχαρη και σοκολάτες. Στην αρχή νόμισε πως ήταν όνειρο. Προχωρούσε και κόσμο δεν έβλεπε. Ξαφνικά ανέτειλε ο ήλιος, φώτισε τα πάντα και όλοι βγήκαν από τα σπίτια τους να πάνε στις δουλειές, μόνο που δεν ήταν άνθρωποι, ήταν όλοι σαν αυτόν, ποντίκια. Ήταν με λίγα λόγια στην πολιτεία των ποντικιών. Όλοι δούλευαν τόσο γρήγορα και σημασία δεν του έδιναν από τη βιασύνη τους. Άρχισε ο Τζωρτζέτος να πεινάει και να κλαίει που δεν είχε λεφτά ούτε για ψωμί. Έβλεπε γλυκά, σοκολάτες, ζαχαρωτά, τα λιγουρευόταν και πόναγε η κοιλιά του από την πείνα. Το καημένο, τί να κάνει; Προχωρούσε, κουράστηκε και κάθισε στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού και τον πήρε ο ύπνος. Το πρωί που ξύπνησε κρύφτηκε πίσω από τα χόρτα για να δει ποιοί μένουν σ’ αυτό το σπίτι. Κάποια στιγμή άκουσε γέλια και χαρές από άλλα ποντίκια που παίζανε κρυφτούλι. Κρύφτηκε τότε ο Τζωρτζέτος ακόμη περισσότερο για να μην τον δουν. Κάποια στιγμή, αισθάνθηκε κάτι να τον ακουμπά, να τον ζεσταίνει και τρόμαξε. Γύρισε και τί να δει. Μια όμορφη ποντικίνα που έβαλε τις φωνές από τον τρόμο της μόλις κατάλαβε πως κάποιος ξένος είναι στην αυλή της. Αμέσως ο Τζωρτζέτος της έκλεισε το στόμα και της είπε να μη φοβάται και της διηγήθηκε την ιστορία του. Η ποντικίνα τον αγκάλιασε δακρυσμένη που της είπε την ιστορία και του είπε θα το πει στους γονείς της και θα τον πάρουν στο σπίτι να ζήσουν όλοι μαζί. Έτσι κι έγινε. Γνώρισε τους γονείς της ποντικίνας και ήταν όλα χαρούμενα για τον Τζωρτζέτο. Ο χρόνος περνούσε και ήταν όλα καλά. Μεγάλος έρωτας μπήκε στη ζωή του Τζωρτζέτου και στην ποντικίνα και περνούσαν καλά και κοιμόνταν μαζί. Ένα βράδυ εκεί που κοιμόταν ο Τζωρτζέτος ξύπνησε από χάδια και φιλιά. Τρόμαξε όταν είδε πως ο ίδιος ήτανε άνθρωπος και η ποντικίνα που τον χάιδευε μια όμορφη πριγκίπισσα,ήταν απο ψιλή γεννιά. Την ημέρα ήταν πάλι ποντίκια. Κράτησαν το γεγονός μυστικό και κάνανε όνειρα για τη ζωή τους να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί. Φαίνεται πως η ευχή της τρίτης Μοίρας άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Ένα βράδυ εκεί που κοιμόνταν άκουσαν φωνές. Ξύπνησαν γιατί ήταν άρρωστη η μεγάλη ποντικίνα. Τρέξανε στο δωμάτιό της άνθρωποι, όπως ήταν, από την ανησυχία τους, ξέχασαν τη βραδυνή τους παρουσία και τί να δουν. Οι γονείς της φίλης του ήταν και αυτοί άνθρωποι. Ακόμη και οι δικοί της τρόμαξαν που είδαν τον Τζωρτζέτο και την κόρη τους ένα όμορφο ζευγάρι. Κατάλαβαν πως κάτι συνέβαινε σε όλους. Από τότε αγαπήθηκαν πολύ μεταξύ τους γιατί ήταν όλοι στην ίδια μοίρα. Ήταν τελικά όλοι μαγεμένοι. Είπαν τότε όλη την ιστορία τους και ήταν χαρούμενοι γιατί με την παρουσία του Τζωρτζέτου λύθηκαν τα μάγια τους. Σκοπός τους ήταν πώς θα ξαναγυρίσουν στη γη. Κάνανε τους γάμους του Τζωρτζέτου και της κόρης τους και ως δια μαγείας βρέθηκαν στο παλάτι του Τζωρτζέτου πάνω στη γη. Οι γονείς του Τζωρτζέτου τρελάθηκαν που ξαναείδαν το παιδί τους πλέον άνθρωπο και παντρεμένο και έζησαν όλοι μαζί μέχρι τα βαθιά γεράματα χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι.

Categories:

Leave a Reply