Lefkadamia

Μια φορά και ενα καιρό ήτανε ενας βασιλιάς και μια βασίλισσα....Είχανε ούλα τα καλά του απάνου κόσμου και δεν ήτανε ευτυχισμένοι.Η βασίλισσα δεν αγαπούσε τον βασιλιά τον είχε βαρεθεί παναπεί και έπιασε μορόζο ενα όμορφο πρίγκηπα..Ο βασιλιάς τη φροντάριζε γιατί έβλεπε πως δεν τον λογάριαζε και τήραξε να μάθει τι συμβαίνει.Έβαλε ενα έμπιστο αυλικό να τη παρακολουθεί και σε ενα μομέντο ο αυλικός του είπε τα μαντάτα χαρτί και καλαμάρι..Διέταξε τότενες ο βασιλιάς ενα φραμουντό στρατιώτη να του στήσει καρτέρι και να μακελέψει το μορόζο.Έτσι και έγινε.Η βασίλισσα βαλάντωσε και έπεσε σε μεγάλη θλίψη.Ο βασιλιάς έκανε το χαμένο πώς δεν καταλαβαίνει.Η βασίλισσα αλικοτισμένη στο μυαλό για το χαμό του μορόζου ζήτησε απο ενα έμπιστο της να της φέρει το κεφάλι, τα δόντια και τα μάτια του μορόζου για να τον θυμάται..Πραγματικώς όπως διέταξε ετσι και έγινε.Τα πήγε η ιδια σε ενα χρυσικό και της τα χρύσωσε ούλα.Το κεφάλι το έκανε ποτήρι για να πίνει το κρασί της.Τα δόντια πρόγκες για τα παπούτσια της και τα μάτια κορνιόλες για το πέτο τσι.Υστερνά άρχισε να φέρνεται άσχημα στο βασιλιά και να του κάνει μαύρη τη ζωή.Ποντιλιόζα όπως ήταν τον απειλούσε και του είπε..[[Θα σου πω ενα αίνιγμα, αν το βρείς θα με σκοτώσεις, αν δεν το βρείς θα σε σκοτώσω εγώ]].Εννοείται πως θεωρούσε υπεύθυνο το βασιλιά για το θάνατο του μορόζου...Το αίνιγμα ήταν [[ Τα μασώ πατώ, τα θορώ φορώ και το νου κρατώ και πίνω.]].Οβασιλιάς της είπε να του δώσει λίγο χρόνο.. Κατάλαβε οτι είναι για το τρελοκομείο και πήρε τους δρόμους και τις ρούγες να βρεί εξήγηση παρέα με τον αυλικό του.’Υστερα απο πολύ καιρό βρέθηκε σε ενα πολύ μακρινό χωριό του παλατιού του.Εξω απο ενα φτωχόσπιτο είδε μια όμορφη κοπέλα που ύφαινε και πούλαγε κίβδαλα.Πλησιάζει ο βασιλιάς την κοπέλα και τη ρωτά.[[Εχεις παιδί μου κίβδαλα.]] Η κοπέλα ηταν πολύ έξυπνη κατάλαβε ποιός είναι και του απάντησε.[[Βασιλιά μου,ο κιβδαλής ψόφησε, η κιβδαλιά μου αρρώστησε και κίβδαλα δεν έχω.]] Κίβδαλα λέγανε τα αυγά.Κιβδαλής ηταν ο κόκορας που ψώφησε, κιβδαλιά η κότα που αρρώστησε απο τον καημό του κόκορα.Ο βασιλιάς κατάλαβε πως αυτά που λέει η κοπέλα εχουν σχέση με τη βασίλισσα.Τότε της ζήτησε να τον φιλοξενήσει και η κοπέλα δέχτηκε με χαρά.Ξεχάστηκε ομως να τον περάσει στο σπίτι και τον άφησε στην αυλή και μόλις ήρταν οι γονείς της τη φροντάρανε που άφηκε το βασιλιά οξω να περιμένει.Ο βασιλιάς τη δικαιολόγησε οτι έπιασαν κουβέντα και ξεχάστηκαν.Πέρασε ο βασιλιάς στο σπίτι και του κάνανε το τραπέζι και ήταν πολύ χαρούμενοι που καταδέχτηκε ο βασιλιάς το φτωχικό τους.Σφάξανε το πιο μεγάλο κόκορα τον κάνανε ψητό και είπαν στη κόρη τους να περιποιηθεί τους φιλοξενούμενούς τους.Έβαλε η κοπέλα στο πιάτο του βασιλιά το κεφάλι του κοκοτού.Στον αυλικό το στήθος στούς γονείς της τα μπούτια και τις φτερούγες στον εαυτό της και στον αδερφό της.Σαν είδαν τη μοιρασιά της κόρης οι γονείς της κάμανε παρατήρηση.Παιδί μου μας ξεφτίλισες στον άρχοντα του τόπου.Τότε η κοπέλα τους είπε.Έβαλα το κεφάλι στο βασιλιά γιατί είναι η κορώνα του βασιλείου.Τα μπούτια σε σας που είστε τα στηρίγματα του σπιτιού.Σε μένα και στον αδερφό μου τις φτερούγες γιατί είμαστε πουλιά και θα πετάξουμε απο το σπίτι.Στον αυλικό το στήθος γιατι είναι ο επιστήθιος φίλος του βασιλιά. Ο βασιλιάς θαύμασε τη κόρη με τις απαντήσεις και της είπε πως θέλει να του εξηγήσει ενα αίνιγμα αυτό της βασίλισσας και της το είπε.Η απάντηση που πήρε ήταν αν πρόκειται για γυναίκα είχε φίλο που πέθανε πήρε τα δόντια και τα έκανε πρόγκες για τα παπούτσια της.Τα μάτια κορνιόλες για το πέτο και το κρανίο ποτήρι να πίνει το κρασί.Αν είναι για ανδρα το αντίθετο.Την ευχαρίστησε ο βασιλιάς και γύρισε πίσω στο παλάτι χωρίς να πει τίποτα στη βασίλισσα.Κάλεσε τον αυλικό του και του είπε.Θα πας στο παζάρι και θα αγοράσεις ενα ασκί κρασί.Δώδεκα καρβέλια ψωμί.Ενα κεφαλοτύρι και ενα κόκορα ψημμένο.Ετσι και έγινε πραγματικώς θα τα φορτώσεις στην άμαξα και θα τα πας στη κοπέλα που μας φιλοξένησε και θα την ευχαριστήσεις.Την άλλη μέρα ήταν ολα έτοιμα για να φύγουν για το χωριό τσι κοπέλας.Πήρε ο αυλικός και τη κουστωδία του και ξεκίνησε δελόγκου.Ο βασιλιάς είπε τότε στον αυλικό οταν φθάσεις στη κοπέλα θα της πείς.[[Δώδεκα μήνες εχει ο χρόνος και ακέραιο το φεγγάρι.Ο κιβδαλής ψημμένος είναι και το ασκί πλίτσι πλίτσι κάνει μέσα.]].Θα σου απαντήσει και οταν γυρίσεις θα μου πείς τι σου είπε.Ολα έγιναν όπως διέταξε ο βασιλιάς και η κουστωδία ξεκίνησε.Ήτανε ομως μακριά πολύ το χωριό και στη πορεία ο αυλικός και η κουστωδία κουράστηκαν, πείνασαν και κάθησαν να φάνε και να ξαποστάσουν.Φάγανε λοιπόν μεθύσανε και το ρίξανε στον ύπνο.Κάποτα ξύπνησαν θυμήθηκαν ποιός ήταν ο σκοπός του ταξιδιού και συνέχισαν.Υστερα απο μέρες φθάσανε στον προορισμό τους και πήγαν στο σπίτι της κοπέλας.Η κοπέλα τους δέχτηκε με χαρά και ρώτησε για την υγεία του βασιλιά.Ξεφόρτωσαν τα πράγματα και ο αυλικός θυμήθηκε τα λόγια του βασιλιά και τα είπε στη κοπέλα.Η απάντηση που πήρε για να πει στο βασιλιά ήτανε.[[Εξι μήνες εχει ο χρόνος και μισό είναι το φεγγάρι και εκειός που λαλάει τη νύχτα ούτε ψητό ούτε βραστό τον είδα και το ασκί πλάτς πλάτς κάνει μέσα.]] Θα του πείς ομως και κάτι άλλο ακόμη.[[Αν αγαπάς τη πέρδικα μη πειράξεις το περιστέρι.]]Υστερα αποχαιρετήθηκαν τους κατευόδωσε η κοπέλα και φύγανε να πάνε στο καλό.Μετά απο πολύ καιρό φθάσανε στο βασιλιά και του είπε ο αυλικός την απάντηση που του έστειλε η κοπέλα.Ο βασιλιάς βουρλίστηκε οτι είχαν φάει απο τα δώρα που έστειλε στη κοπέλα.Εκει που έγινε άγριο θηρίο τότε ο αυλικός του είπε πώς η κοπέλα του παρήγγειλε και το εξής.[[Αν αγαπάει τη πέρδικα να μην πειράξει το περιστέρι.]]Τότε ο βασιλιάς χαμογέλασε και τους συχώρεσε.Η επόμενη δουλειά του ήταν να δώσει εντολή να κλείσουν τη βασίλισσα σε μοναστήρι γιατί της εξήγησε το αίνιγμα και καλόψυχος όπως ήταν δεν τη σκότωσε όπως θα έκανε η βασίλισσα.Ετοίμασαν τις άμαξες, τις μουσικές καλέσματα σε ούλο το βασίλειο και οι γάμοι του έγιναν στο χωριό της κοπέλας που καλύτεροι δεν ματαείδαν μάτια ανθρώπου.Ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλά...

Categories:

Leave a Reply